Κοιτούσε η Άνοιξη τους φασίστες να οργώνουν τα χωράφια
μην και φυτρώσει ο ξεριζωμένος κι ανθίσει
και σε πείσμα προς τα μαχαίρια του μηχανήματος
που αναμόχλευε τη γη,
παραδίπλα απ' τον άγονο νου του μισανθρώπου,
άνθιζαν στις χούφτες αθέατων κηπουρών
μυρωδικά φρεσκομαγειρεμένης ανθρωπιάς
που χόρταινε ασθενείς κι οδοιπόρους.
Ποτέ δε μάθαμε ο ένας τ' όνομα του άλλου.
Mάς έφτανε που μας λέγανε ανθρώπους.