οι φτέρνες διψούσαν πιο πολύ για νερό
γδαρμένες γλώσσες
σε ένα φλύαρο λαχάνιασμα
φυγής.
Ο δρόμος
όταν φεύγεις
ποτέ στρωμένος,
πάντα γεμάτος χαλίκι κι αγκάθια.
Σαδιστικά μαστιγώνει το βήμα σου
αναγκάζοντάς σε να ομολογήσεις.
Θα το ξανάκανες το ταξίδι
ή εύχεσαι να είχες μείνει
στην αχυρένια καλύβα σου;
Λύκος δεν υπάρχει.
Εσύ κυνηγάς τον εαυτό σου
εσύ χτυπάς από έξω τις πόρτες
εσύ κρύβεσαι μέσα
εσύ πλησιάζεις το μούτρο σου στο τζάμι
εσύ το σκας από το πίσω παράθυρο
και παίρνεις και το δολοφόνο σου μαζί.
Είναι που είσαι συντροφικό ον
και δυαδικός
σαν δίδυμα γεννημένος
με μία σκιά
που άγρια σε καταδιώκει
κάθε φορά που ομολογείς
πως κατ' επανάληψη καις το καλύβι σου
και ξανακάνεις το ταξίδι
που κόστισε εκατομμύρια αστέρια
πολύτιμου ουρανού σου
και εξαιτίας του πλέον,
τυφλός, κινδυνεύεις
στον ορατό κόσμο
με μόνη ανάπαυλα
τη στιγμή που σκύβεις στην όχθη
ποτίζοντας τη σπίθα της Ψυχής σου
κι αναγνωρίζοντας τον εαυτό σου
κι αναγνωρίζοντας τον εαυτό σου
στο καθρέφτισμα της σκιάς
που αναδύεται απ' το νερό
που φουσκώνει.