Σκούπισε τη χυδαιότητα του περιττού
που λέρωνε τα πάντα
καθώς ξεχείλιζε απ' τα πιάτα
τα βιβλία
το κεφάλι της.
που λέρωνε τα πάντα
καθώς ξεχείλιζε απ' τα πιάτα
τα βιβλία
το κεφάλι της.
Έστρωσε τραπέζι
με έναν καθρέφτη για πιάτο
και χόρτασε από τα πάθη της,
τις πολυπλοκότητες
και την υπερανάλυση.
Χορτάτη
άδειασε το δωμάτιο απ' τα έπιπλα,
το σώμα της απ' το βάρος
και τα βιβλία της απ' τις φλυαρίες.
και τα βιβλία της απ' τις φλυαρίες.
Έστρωσε ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι στο πάτωμα
και κενή ξάπλωσε στις όχθες του κενού.
Αφαιρέθηκε απ' όλα
με εκείνη την αφαίρεση
που αφήνει υπόλοιπο μηδέν,
της απόλυτης ισορροπίας.
Χώρεσε ζωντανή στο 1 μέτρο επί 2
των νεκρών
και βολεύτηκε ευρύχωρα
καταργώντας την εξάρτηση απ' τα πλεονάσματα.
Συνέχισε απέριττη
και πιο όμορφη από ποτέ
κι έμαθε ξανά
να χορταίνει με το τίποτα
να μεθά με τη σταγόνα
να γεμίζει με αδειάσματα
στην αβάσταχτη τέχνη του ελάχιστου.
στην αβάσταχτη τέχνη του ελάχιστου.