Ο
γεράκος κάθεται στην άκρη της γης. Έχει ακουμπήσει το αγκίστρι του στο πλάι.
Δεν ψαρεύει πια. Πάει καιρός που έπαψε να νιώθει πείνα. Τελευταία φορά που
λαχτάρησε, ήταν τότε που τα ψάρια ξέφευγαν. Τώρα τρέχουν να πιαστούν.
Πού και πού απλώνει το χέρι και αρπάζει έναν άνθρωπο από το βούρκο του κόσμου. Τον παρατηρεί να σπαρταρά, να μην μπορεί να αναπνεύσει έξω από το έλος, να επιμένει να επιστρέψει, τον λυπάται και τον πετά ξανά στα βρωμόνερα του παρόντος.
Ο γεράκος παίζει συχνά αυτό το παιχνίδι, γιατί έχει μία αγωνία ακόμη. Αν υπάρχει κάπου ένα παιδί που να γνωρίζει πώς να ξεφεύγει.
Πού και πού απλώνει το χέρι και αρπάζει έναν άνθρωπο από το βούρκο του κόσμου. Τον παρατηρεί να σπαρταρά, να μην μπορεί να αναπνεύσει έξω από το έλος, να επιμένει να επιστρέψει, τον λυπάται και τον πετά ξανά στα βρωμόνερα του παρόντος.
Ο γεράκος παίζει συχνά αυτό το παιχνίδι, γιατί έχει μία αγωνία ακόμη. Αν υπάρχει κάπου ένα παιδί που να γνωρίζει πώς να ξεφεύγει.