Το βράδυ σε ντύνω Στρατηγό
κι Εγώ η Ειρήνη που με πόλεμο προασπίΖεις
ή η Ελένη που πόλεμο ξεκινά.
Στο νανούρισμα ενέσιμες ρίμες φανατισμού
σου ψιθυρίΖω στ’ αυτί, στο λαιμό, στο στόμα
και μες στ’ όνειρο οι εικόνες που πλάθουν
τα μάτια σου
εφιαλτικά ολοκληρώματα ενός παραμυθιού
χωρίς νίκες.
Ήσουν ο αγαπημένος Γιος
μιας Μάνας τεχνίτισσας στα όπλα.
Σε κανάκευε καιρό μακριά από θάνατο και πόνο,
μακριά από σφαίρες και πληγή.
Μακριά από Γυναίκα και Λάβα.
Σε βραδινή σκοπιά
σού φυλούσε τ’ όνειρο
μην και αιφνίδια ένας θάνατος, μία σφαίρα,
μια Γυναίκα
λεηλατήσουν την παρθένα Γη της Ιστορίας σου.
Σε βραδινή σκοπιά κι Εγώ
παραφυλούσα τη Μάνα,
στο τρωτό σημείο μιας απουσίας της
να σε αρπάξω Όμηρο
στα Στρατόπεδα ενός Εθισμού,
που αυτεπάγγελτα
θρέφει το Νου με όσα η Μάνα σού απαγόρευε.
Πεινάς Στρατιώτη…
σου δίνω Αξιώματα,
σου δίνω Ευθύνες,
σου δίνω Γυναίκα.
Μα λαμβάνεις και θάνατο
και σφαίρα
και μια πληγή.
Όμηρος στα Αξιώματα και στις Ευθύνες.
Δεμένος με τους υπηκόους σου
δεμένοι κι αυτοί μαζί σου
αλληλοδιδάσκεστε Επιβίωση και Εκτέλεση καθηκόντων
μέχρι τον ακρωτηριασμό της Αντοχής…
Ημέρα Αξημέρωτη, Ώρα πρωινή: Ακρωτηριασμός της Αντοχής…
Λήξη Πολέμου…
Επιστρέφεις στη Μάνα
που θρηνούσε τον Γιο
της
μην έχοντας ένα τάφο να του ανάψει το κερί της Ψυχής της…
Επιστρέφεις στη Μάνα
οριακά Ζωντανός…
Χαράματα σε ξυπνά από τα χαρακώματα της Μνήμης
κι εκλιπαρείς:
-Μη μ’ αφήνεις Μάνα να κοιμάμαι,
δεν αντέχεται ούτε σ’ Ανάμνηση, ούτε σ’ Όνειρο
ο Θάνατος, η Σφαίρα και η Γυναίκα…..