Δε θυμάμαι αν γεννήθηκα έτσι ή αν έγινα στην πορεία. Αν με κάνανε οι συνθήκες. Απρόσωπο ακούστηκε. Η κοινωνία. Δεύτερη απροσωπία. Εσείς, οι ίδιοι. Οι συγκάτοικοι του διπολικού αυτού κόσμου: κόλασης - παραδείσου, χαράς - οδύνης, ύψους - βάθους.
Δεν έχω μνήμες παιδικής μου ηλικίας. Δε θυμάμαι πώς ήμουν. Ξέρω μόνο πώς είμαι. Δύσκαμπτη στις αλλαγές και ταυτόχρονα τόσο ευλύγιστη στις δύσκαμπτες συνθήκες. Ηλιόλουστα χαρμόσυνη στα μάτια σας και ταυτόχρονα απύθμενα πένθιμη.. εντός.
Όλα συμβαίνουν στα άκρα της κλίμακας: σιωπή - κραυγή. Και συμβαίνει σαν σωπαίνω, ταυτοχρόνως να ουρλιάζω και το αντίθετο. Ανάλογα λειτουργούν όλα μου. Συνδυαστικά, στο συν πλην του οξύμωρου σχήματος.
Το ένα μου μάτι σάς βλέπει όπως φαίνεστε. Τόσο ανθρώπινοι και ακίνδυνα γνώριμοι. Το άλλο, σάς φιλτράρει ως το κόκκαλο, βλέπει τα μικρόβια στο δέρμα σας, τις κρυμμένες σας σκέψεις, το παρελθόν που δεν παραδέχεστε, τις προθέσεις των καλών σας πράξεων, τα ονειρα που αντανακλούν τις υποσυνείδητες επιθυμίες και τους φόβους σας. Το ένα μου ημισφαίριο σάς μεταφράζει, σάς καταλαβαίνει, δίνει εντολή στην καρδιά να σας αγαπά και σάς συμπονά που επιμένετε να είσαστε ίδιοι με τον δικό μου εξωτερικό εαυτό, τον ανθρώπινο, τον οικείο, τον γνώριμο, τον συμπαθή, τον συνεργάσιμο, τον καλόβολο, τον κοινωνικό, τον αποδεκτό βρε αδερφέ. Το άλλο μου ημισφαίριο σάς μισεί που γίνατε ένα με τη μάζα, που ρολάρετε τη ζωή στους αυτόματους διαδρόμους των καλορυθμισμένων προγραμμάτων, που είσαστε τυπικοί στις διαδικασίες μην σάς απορρίψει η γυναίκα σας, ο άντρας σας, η μαμά, ο μπαμπάς, ο φίλος, το αφεντικό, ο κάθε επόπτης της ζωής σας.
Τις νύχτες που σβήνει το είδωλό σας από τα μάτια μου ασχολούμαι πάλι με μένα. Το ένα μου μάτι με βλέπει όπως φαίνομαι στα μάτια σας. Το άλλο, από μέσα. Εκεί που συμβαίνει η ουσία της Ζωής, δίχως γεγονότα ιστορικού ενδιαφέροντος. Μόνο με απόγνωση, αμφιβολία, νοητική εντροπία, ορμές, προθέσεις, εικασίες, συνδυασμούς παραδόξων, σαν να ετοιμάζομαι να βγω βραδιάτικα στην άδεια πόλη και δεν ξέρω τι να φορέσω. Και τελικά βγαίνω, φορώντας νυχτικιά με γόβες, με τα μάτια σε διαστολή και τους φόβους σε καταστολή. Τα μαλλιά ελεύθερα, τα σκυλιά μου δεμένα. Δε με φυλάει κανείς. Είμαι έκθετη στους αόρατους κινδύνους, που παραδόξως δεν μού εμφανίστηκαν ποτέ.
Επισκέπτομαι τις κλειδωμένες εκκλησίες σας. Γιατί τις κλειδώνετε άραγε; Κινδυνεύει από απαγωγή ο Θεός...? Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Θέλω απλά να διαβάσω τα κείμενα. Εκείνα της βάφτισης και τα αντίστοιχα της κηδείας. Επισκέπτομαι τις κλειδωμένες σας βιβλιοθήκες. Γιατί τις κλειδώνετε άραγε; Ποιος κλέβει βιβλία τη σήμερον ημέρα..? Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Θέλω απλά να διαβάσω τα κείμενα. Εκείνων που ασχολήθηκαν με τον πυρήνα της γέννας και του θανάτου. Θέλω να καταλάβω τί συμβαίνει. Να σμίξω τα άκρα της ζωής και να ερμηνεύσω τη διαστροφή μου: Να θέλω να κάνω έρωτα μετά από έναν θάνατο, μία κηδεία, έναν χαμό, μία απώλεια, ένα τραγικό γεγονός. Κι από την άλλη να πνίγομαι σε έναν απαρηγόρητο λυγμό, κάθε που η βιογραφία μου συναντιέται με χαρές. Σαν ένα αμετάφραστο μουγκρητό, που λύνει τις αγέλες μου, να ρωτά το νόημα των πάντων, επιτακτικά, στον αυστηρό ενεστώτα της χαράς μου, σπάζοντας τα φράγματα όλων μου των ερωτηματικών και πλημμυρίζοντας τα μάτια με δάκρυα και το μυαλό με αναπάντητες φιλοσοφίες.
Επιτηρήστε με. Δεν τις ξέρω τις απαντήσεις. Θα κλέψω στις εξετάσεις σας. Θα κλέψει εκείνος ο εξωτερικός μου εαυτός που θέλει να γίνει αποδεκτός στα μάτια σας συγκεντρώνοντας βαθμολογία πολύ πάνω από τη βάση.
Ο άλλος, ο αληθινός μου, ο ουσιαστικός, ο εσωτερικός μου θα πολεμά με τα θηρία του, θα σκοτώνεται, θα κλαίει στην κηδεία μου, θα με θάβει και θα ξυπνά μέσα στο σκοτάδι του θανάτου για να κάνει Έρωτα, νικώντας το θάνατο με συγκίνηση, και τότε θα 'ναι που μέσα στη θλιβερή επανάληψη της θανατερής καθημερινότητας, το επόμενο πρωινό, ίσως διακρίνετε μία απόκοσμη φλόγα να καίει τις κόρες των ματιών μου, όπως στο Μεσαίωνα έκαιγαν τις μάγισσες.
Σκέφτομαι. Η μόνη ουσιαστική χρησιμότητα του εξωτερικού μου εαυτού, αυτού του αδιάφορου και καθημερινού, είναι που με το χέρι του ώρες ώρες γράφει τις κραυγές σιωπής του Εντός. Αν δεν υπήρχε κι αυτό, ήδη θα είχα φτάσει στα... άκρα μου, φορώντας λευκό μανδύα που δένει πισθάγκωνα.