Μέσα πυκνή συστοιχία
ένα δάσος που τρέμει.
‘Έξω νυχτώνει
τα δέντρα ψηλώνουν
τα κορμιά τους μαγνήτες
με τρυπούν με πευκοβελόνες
κλαίω ρετσίνι
κολλάς πάνω μου
τυλίγεσαι γύρω από τη μουσική
που γεννιέται στο κεφάλι μου
και με το γέλιο σου
με αποσυντονίζεις
μην και μ’ αποπλανήσουν
τα ξωτικά.
Επαναλαμβάνεις το όνομά μου.
Σύνθημα και παρασύνθημα
και με τα φωνήεντα
σπάς το σκοτεινό κέλυφος
και νεογέννητα φωτάκια
χορεύουν γύρω μου.
Ξυπνάω.
Νικάς.
Το δάσος παραιτείται
με αφήνει στα χέρια σου
με έναν υψηλό πυρετό
επιστροφής στην πραγματικότητα.
Μού μιλάς με φως
σού απαντάω με μαύρο.
Περιμένω να με κρατήσεις απ’ το χέρι
όπως ο κηδεμόνας το παιδί
που βρέθηκε μετά από εξαφάνιση,
μα με αφήνεις ελεύθερη
κι όλο έρχομαι κολλάω δίπλα σου
σαν να ‘χω γίνει ξωτικό
που ενώ το γλίτωσες απ’ τα ξόρκια
παλεύει με τη σειρά του
να σε πλανέψει.