Σ' έχω παρακολουθήσει
νύχτες τώρα.
Την ώρα που βαθαίνει ο ύπνος
εσύ ξυπνάς.
Σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι του θανάτου
παραμερίζεις τα άρρωστα σεντόνια του πυρετού
κατεβαίνεις τις σκάλες ως την Παράνοια
διασχίζεις το διάδρομο ως την εξώπορτα της Ζωής.
Στην αυλή του πιο σκοτεινού Φόβου
Στην αυλή του πιο σκοτεινού Φόβου
στρίβεις εκ δεξιών του Εαυτού σου.
Δεν κοιτάς πίσω ή γύρω.
Δεν κοιτάς πίσω ή γύρω.
Δε σε νοιάζει που παρακολουθώ.
Φτάνεις μπροστά στο σπίτι του σκύλου.
Σε περιμένει.
Σε περιμένει.
Σκύβεις και σκάβετε μαζί.
Αυτός στο χώμα.
Εσύ μέσα σου.
Αδειάζεις.
Τα μπάζα σου ρίχνεις
στη λακκούβα, στη γη,
και σφίγγει λουρί στο λαιμό σου
ο λυγμός.
Ο σκύλος σού γλείφει απ' τα δάχτυλα
το αίμα και την απόγνωση.
Αυτός στο χώμα.
Εσύ μέσα σου.
Αδειάζεις.
Τα μπάζα σου ρίχνεις
στη λακκούβα, στη γη,
και σφίγγει λουρί στο λαιμό σου
ο λυγμός.
Ο σκύλος σού γλείφει απ' τα δάχτυλα
το αίμα και την απόγνωση.
Τραβά με τα δόντια το λουρί σου,
σε λευτερώνει απ' τα δεσμά.
Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό.
Ξαπλώνεις στην αγκαλιά του
και κλαις.
Όλη νύχτα κλαις.
Όλη νύχτα πλησιάζω.
Ποτέ δε φτάνω.
Ποτέ δε φτάνω.
Ποτέ δε φτάνω στην Αγκαλιά.
Όταν επιστρέφεις
ξαπλώνεις δίπλα μου.
Βεβαιώνεσαι πως κοιμάμαι,
χαϊδεύεις το λαιμό μου
και σκύβεις στο αυτί μου ψιθυρίζοντας:
"Αύριο θα πάρουμε ακόμη ένα σκύλο.
"Αύριο θα πάρουμε ακόμη ένα σκύλο.
Θηλυκό."