ξέφτι
προεξέχει από το σώμα μου
σαν παρανυχίδα της ψυχής μου
και δεν έχω στόμα
να την κόψω με τα δόντια
δεν φτάνουν τα χέρια μου
στη ραχοκοκαλιά
να την ξηλώσω
κι ανεμίζει άγρια
σαν φίδι
που πιάστηκε σε νύχια αετού
και παλεύει να ξεφύγει.
Με την κόψη του ματιού
αγγίζω την άκρη της
μετρώ τα λέπια και τα πούπουλα
και υπολογίζω τα χρόνια
της πάλης.
Πόσο περιποιημένα
και καλοχτενισμένα
τα κορίτσια που πιστεύουν στο Θεό
που υπακούν στο δάσκαλο.
Πόσο καθαρά δάχτυλα
σταθερές γραμμές
ισορροπημένες αποχρώσεις
στα μάτια, στα μαλλιά, στο δέρμα.
Με σεβασμό ραμμένα υφάσματα
ντυμένα τα κορμιά τους
κι η ψυχή
μήτε που το συζητά να κρεμαστεί
απ' την κλωστή
που ξηλώθηκε απ' το κορμί τους,
απ' τη λέξη
που τεντώθηκε στο μυαλό τους.
Δεν ξηλώνονται.
Δεν τεντώνονται.
Δεν μπλέκονται τα μαλλιά τους
στα νύχια του αετού.
Είναι σεμνά θηλυκές
απ' την αρχή ως το τέλος.
Η κορδέλα μου
φτερουγίζει και τρέμει.
Διαρρέεται από την επιθυμία μου
για μεταμόρφωση.
Ο αετός κομπιάζει
φρενάρει στον αέρα
την ύπαρξή του,
σαν να νιώθει πως ετοιμάζομαι
να μπω στο σώμα του.
Και το επιχειρώ.
Για κείνο το κοριτσάκι
και καλοχτενισμένα
τα κορίτσια που πιστεύουν στο Θεό
που υπακούν στο δάσκαλο.
Πόσο καθαρά δάχτυλα
σταθερές γραμμές
ισορροπημένες αποχρώσεις
στα μάτια, στα μαλλιά, στο δέρμα.
Με σεβασμό ραμμένα υφάσματα
ντυμένα τα κορμιά τους
κι η ψυχή
μήτε που το συζητά να κρεμαστεί
απ' την κλωστή
που ξηλώθηκε απ' το κορμί τους,
απ' τη λέξη
που τεντώθηκε στο μυαλό τους.
Δεν ξηλώνονται.
Δεν τεντώνονται.
Δεν μπλέκονται τα μαλλιά τους
στα νύχια του αετού.
Είναι σεμνά θηλυκές
απ' την αρχή ως το τέλος.
Η κορδέλα μου
φτερουγίζει και τρέμει.
Διαρρέεται από την επιθυμία μου
για μεταμόρφωση.
Ο αετός κομπιάζει
φρενάρει στον αέρα
την ύπαρξή του,
σαν να νιώθει πως ετοιμάζομαι
να μπω στο σώμα του.
Και το επιχειρώ.
Για κείνο το κοριτσάκι
που με κοιτάζει με κομμένη την ανάσα
από το μπαλκόνι του..
όπου δένοντας κάθε πρωί
την κορδέλα στις πλεξούδες του
ονειρεύεται ράμφος και νύχια
λέπια και ουρά
να υψωθεί πιο πάνω απ' το ρόλο της
ενσαρκώνοντας το Άπιαστο
που της δίδαξαν να θαυμάζει.
ενσαρκώνοντας το Άπιαστο
που της δίδαξαν να θαυμάζει.