------------------------
Τα παραμύθια φταίνε. Πάντα παρουσίαζαν τον κακό να πλησιάζει επικίνδυνα σε νύχτες με υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες, σαν εγκέλαδος που υποψιάζεσαι πως θα χτυπήσει, μα δεν ξέρεις πότε, πού, πώς. Οι κηδεμόνες φταίνε. Πάντα με συμβούλευαν να μην μιλώ σε αγνώστους. Να μην παίρνω καραμέλες και σοκολάτες από χέρια ξένα. Γι' αυτό κιόλας γνωριστήκαμε.
Οι φωτογραφίες πρέπει να καούν. Ψεύδονται ασυστόλως. Το μάτι του φωτογράφου κάνει zoom στο επίκεντρο της ηρεμίας. Ποτέ δεν συλλαμβάνει τις υπόγειες δονήσεις, τον πυρετό, το άγριο ουρλιαχτό της σιωπής. Μένω στον 2ο όροφο. Χωρίς τζάκι. Πρέπει να ανάψω φωτιά. Η γιαγιά μου άναβε μία πρόχειρη στο νεροχύτη της κουζίνας, με μία χούφτα βαμβάκι ποτισμένο με οινόπνευμα. Καψάλιζε τα φτερά της χωριάτικης κότας, της ζωής της, του Έρωτα. Τα φτερά μου δεν τα φωτογράφισε ποτέ κανείς. Ούτε εν πτήσει, ούτε τσακισμένα κι ας η φωτιά ζωγραφίζει στους τοίχους του διαμερίσματος με σκιές το περίγραμμά τους. Λίγα μάτια πιστεύουν όσα παράξενα βλέπουν. Είναι η άρνηση του Νου τόση, που σβήνει το ανεξήγητο ευθύς εξαρχής. Εγώ το ψάχνω. Γι 'αυτό κιόλας γνωριστήκαμε.
Ξεφορτώνομαι όλη την ύλη. Μείναν τρεις μέρες προετοιμασίας για να ελαφρύνω τις αποσκευές μου. Σαν ραντεβού με το Θάνατο. Να έχεις ξοδέψει όλη την Ύλη, την Ενέργειά σου και να λες "Έτοιμος είμαι. Χωράω ίσα ίσα στη χούφτα του χρόνου που μικραίνει. Πάρε με. Είμαι πιο εύφλεκτη από το ποτισμένο με οινόπνευμα βαμβάκι. Καταστρέφονται οι άνθρωποι όταν καίγονται από μέσα, μα άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να αδειάσεις τα συρτάρια σου. Αφήνομαι στη φωτιά. Δεν κάνει διακρίσεις. Πεινασμένη, λες, χορταίνει με ύλη Εαυτού. Λίγο πριν ολόκληρη να γίνω στάχτη χρειάζομαι ένα χέρι να με τραβήξει, να με ρίξει στο νερό, να με βυθίσει στο ποτάμι, να μου θυμίσει πώς κολυμπούν οι πνιγμένοι όταν έχει πιάσει φωτιά το σκαρί τους. Γι' αυτό κιόλας γνωριστήκαμε.
Μετά το ολοκαύτωμα πάντα πεινάω ανελέητα. Προσφέρεις καραμέλες και σοκολάτα. Πριν απλώσω το χέρι συμβουλεύομαι τα παραμύθια που με μεγάλωσαν.
Οδηγία Νο 3, Έκτακτης Διάσωσης: Προσοχή μην είναι μεταμφιεσμένος, μήπως πεινά, μήπως σας μετρά με το βλέμμα του αν χωράτε στο στόμα του, αν χωράτε στο κρεβάτι του, αν χωράτε στη λίστα με τα θύματά του.
Απλώνω το χέρι. Παίρνω την καραμέλα, τη σοκολάτα, το κλειδί.
Είμαι μεταμφιεσμένη. Πεινάω. Σε μετρώ με το βλέμμα μου αν χωράς στο Παραμύθι με τους Δράκους μου, αν χωράς στο άδειο από όλα Κορμί μου, αν χωράς να γεμίσεις τη σελίδα που γράφω, αν χωράς από την κλειδαρότρυπα να με δεις την ώρα που απολαμβάνω την καραμέλα και την σοκολάτα σου, κρατώντας το κλειδί της αποθήκης σου στα δόντια μου, δοκιμάζοντας πόσο εύκολα λιώνει το ανθεκτικό ζαχαρωτό του όταν εκτεθεί στη θερμοκρασία της πιο επικίνδυνης Σκέψης μου, που εδώ και χρόνια την φυλούσα ποτισμένη στο οινόπνευμα της γιαγιάς μου, σαν κληρονομιά μου, να την χρησιμοποιήσω μόνο για Σένα...
Ξαναδιάβασε τα Παραμύθια σου... Είμαι καλή. Είμαι κακιά. Και πάντα έρχομαι, αφού πρώτα με έχεις γνωρίσει.