που ντύνονται σφιχτά,
μα ο κορσές εφαρμόζει στα κόκκαλα.
Δεν έχει λίγο κρέας να παιδέψει
ο φιόγκος.
Δεν πνίγεται η αναπνοή
δε φράσσεται η ροή
το αίμα
η σκέψη.
Σφίγγουν τα κορδόνια
μα οι λειτουργίες δε διαταράσσονται
και δίχως πόνο
δε γράφεται το παραμύθι.
Όλα στρωμένα.
Τραπέζι, κρεβάτι, χαλί, λέξεις, ζωή.
Μία μητρική φωνή από ένα θανατερό κρησφύγετο
διαβάζει παλιά παραμύθια,
μα δε λέει να αποκοιμηθεί ο εαυτός.
Είμαι γυρισμένη πλάτη
σαν κάποιος να πρέπει να κρυφτεί
σαν να μη πρέπει να βλέπω.
Δύο χέρια σφίγγουν τον κορσέ.
Δεν είμαι αδύνατη
πονάω,
μού πνίγεται η αναπνοή
φράσσεται η ροή μου
το αίμα μου
η σκέψη μου.
Ο φιόγκος τυλίγεται
γύρω από το λαιμό του μικρού κοριτσιού
που απαγγέλει παραμύθια μέσα μου.
Ο ήχος της χαμηλώνει
γίνεται ψίθυρος
και πριν σιγήσει τελείως
αρθρώνει τον τελευταίο της στίχο
"Έχω μάθει να λύνομαι
(με κλάμα)
κάθε που σφίγγει γύρω μου ο δεσμός."