Ο Γεράκος άδειασε το συρτάρι του μυαλού του στο τραπέζι. Όλα ήταν εδώ. Ούτε οικογενειακό άλμπουμ, ούτε ενθύμια. Όλα, στοιχεία προς μελέτη, για το Μεγάλο Πόρισμα: ο θρησκευόμενος Κόσμος αυτοκτονεί με τακτ πίσω από το παραβάν της σοβαροφάνειας. Οι γιατροί επιχειρούν ευθανασία στις όμορφες Γυναίκες για να μην περάσουν τα 33 χρόνια του Χριστού. Να μείνουν όλες αθάνατες, όπως η Μέριλιν. Ο Γεράκος συνθέτει το παζλ. Παλεύει να προλάβει πριν την τελική κατάρρευση, να συναρμολογήσει τις εικόνες κάθε Εποχής που αποτύπωσε. Ψάχνει μέσα στο χρόνο τη Γυναίκα που δεν βρήκε ποτέ.
Δεν είναι ο καημός της Συντρόφου που τον τρώει. Είναι ο καημός του Προγόνου που έχει την επίγνωση πως ο Σωτήρας δεν εξαρτάται από τον θεό πατέρα του, μα από την Μάνα που θα τον γεννήσει. Ήθελε έναν γιο. Ήθελε μία κόρη. Θέλει ακόμα. Και είναι βραδιές που ακούει το κλάμα τους από ένα μακρινό κι απόκοσμο σύμπαν να του απευθύνεται "Πιάσε το χέρι μου κι έλα να με πάρεις από την ανυπαρξία! Πονάω εδώ. Κι Εσύ πονάς εκεί. Επιτάχυνε τις διαδικασίες. Με κυνηγά αντίστροφα ο χρόνος. Κι Εσένα." Κι έμενε το παιδικό χεράκι τεντωμένο στο Άπειρο...
"Μία φορά περνάνε από δίπλα μας οι σπάνιοι άνθρωποι" σκέφτηκε ο Γεράκος. Δεν φοβόταν το χρόνο. Είχε δαμάσει τα όνειρα και τις προσδοκίες. Ήξερε εδώ και χρόνια τί ήθελε και τί έψαχνε ν' ανακαλύψει. Αφιερώθηκε.
Όλο το βράδυ συνέθετε κομμάτια και στοιχεία. Προς το ξημέρωμα συνειδητοποίησε πως, κι αν πέρασαν τόσα χρόνια περιΣυλλογής, ακόμα του λείπει το Ένα κομμάτι. Απορεί! Πώς γίνεται να γύρισε όλο τον κόσμο, να πραγματοποίησε ανασκαφές στο μυαλό των ανθρώπων, να περιπλανήθηκε σε ανεξερεύνητα τοπία και ακόμη να του λείπει το Ένα κομμάτι;
Θυμήθηκε. Τον πήραν τα κλάματα. Κάποτε μία Γυναίκα είχε κοιτάξει μέσα του. Εκείνος την φωτογράφιζε, όπως έκανε πάντα, με όλα. Με τα μάτια. Από κάθε γωνία του προσώπου της, από κάθε πτυχή του μυαλού της. Εκείνη του μιλούσε για ανύπαρκτα μέρη και για έναν γιο που κάθεται στην άκρη του Κενού περιμένοντας να γεννηθεί. Ο Γεράκος, νέος τότε, απολάμβανε τα παραμύθια της. Είχε μία υπόνοια πως Εκείνη περιέγραφε πραγματικότητες άλλου κόσμου, μα παραήταν σουρεαλιστικό ως ενδεχόμενο Ζωής! Θυμήθηκε... θυμήθηκε κι άλλα... Όσα δεν πρόλαβε να ζήσει μαζί της... Έκλαιγε με φωνή.. και ο αντίλαλος στους τοίχους της Μοναξιάς επέστρεφε σαν το κλάμα του αγέννητου γιού του.
Ο γιος του είναι Εκείνο το αγόρι που σε μία εποχή όπου όλοι τρέχουν να πιαστούν, εκείνος ξέρει να ξεφεύγει!...
Σηκώθηκε και πήγε στα νεκροταφεία των αναμνήσεων, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Τυφλός πια. Κρατούσε ένα τριαντάφυλλο και ένα σημείωμα "Έχω μία ανάγκη..." ξεκινούσε το σημείωμα..... "Μάλλον γιατί μου έλειψες".... τελείωνε ο λυγμός...
Ενδιάμεσα μία αμετάφραση διάλεκτος ανείπωτων κραυγών που μόνο Εκείνη μπορούσε να μεταφράσει... Δεν γονάτισε μπροστά στον τάφο. Δεν πίστευε σε ιερά μέρη, εξάλλου. Γονάτισε μπροστά στον Εαυτό του, που έστω και την ύστατη στιγμή, ήξερε πού βρίσκεται το τελευταίο, Ένα κομμάτι του puzzle που έψαχνε μια ολόκληρη Ζωή...
Επιστρέφοντας στην καλύβα του, ένιωθε πως Εκείνη ήταν ήδη εκεί και τον περίμενε.. κι άκουγε το απόμακρο παιδικό κλάμα να γίνεται γέλιο...
γέλιο...
γέλιο...