Το check in του προσανατολισμού σου εξαρτάται από τις ερωτήσεις που θα θέσεις.
Τι καιρό θα έχει αύριο;
Πόσο ανέβηκε η βενζίνη, η υγρασία, η ανεργία;
Ποια τα νέα μέτρα;
Πού πάμε;
Γιατί με κοιτάς έτσι;
Πότε φτάνουμε;
Πόσο θα κοστίσει;
Γιατί φοβάσαι;
Ποιος νίκησε;
Και οι ακριβείς συντεταγμένες σου ορίζονται απ’ την απάντηση που θα πάρεις.
Όταν ρωτάς τους άλλους, η θέση σου εξαρτάται από την επιρροή τους πάνω σου. Ίσως, είναι καλύτερο να ρωτάς τον εαυτό σου. Ούτε καν την μαργαρίτα στο «μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά». Εξάλλου, πάντα ήξερες αν και πόσο σ’ αγαπούν. Η διαίσθησή σου ποτέ δεν έσφαλε. Απλά, ελάχιστες φορές ήσουν σε θέση να τη διαβάσεις. Ρωτώντας, λοιπόν, τον εαυτό σου εσύ ορίζεις το υπαρξιακό σου check in.
Τα τοπικά επιρρήματα μού είναι αδιάφορα.
Όλα τα «εδώ» δεν είναι ίδια. Όλοι οι άνθρωποι κυκλοφορούν μέσα στα ρούχα τους, με κορμιά υπαρκτά, σε χαιρετούν ευγενείς ή τυπικοί, προσπερνούν, χάνονται. Κάθονται δίπλα σου, εργάζονται, πίνουν καφέ, στέκονται σιωπηλοί, παίζουν με τις οθόνες, με το κορμί τους παρόν.
Χρειάζεται μία σβήστρα να σβήσεις το περίγραμμα, τον όγκο που πιάνει ο καθένας στο εδώ και να δεις τι μένει σ’ αυτόν τον αντικειμενικό ενεστώτα.
Χρειάζεται μία ενεργειακή πυξίδα να εντοπίζει το πραγματικό ίχνος του ανθρώπου που είναι ορατός στο πεδίο σου.
Χρειάζεται και μία γεωσυμπαντική γραφίδα να χαρτογραφηθούν τα μέρη στα οποία μπορεί να βρίσκεται ένας άνθρωπος, παρόλο που τον βλέπεις εδώ απέναντί σου.
Πολλοί θα προσπαθήσουν να επηρεάσουν το ταξίδι και τη διαδρομή σου. Όλοι θα ‘χουν όφελος και συμφέρον. Αυτός που θα δελεαστεί να συνταξιδέψει μαζί σου δε θα παλέψει να σε επηρεάσει. Θα ζητήσει ή θα διεκδικήσει τη θέση του δίπλα σου, μα ως εκεί. Η συναισθηματική του περιέργεια ζητά να βιώσει τη διαδρομή σου, οπότε δεν θα επιχειρήσει παρέμβαση. Αφήνεται.
Ο άνθρωπος που αφήνεται παύει να κάνει check in σε μέρη και τοποθεσίες. Κάνει check in σε σένα. Ούτε σού πληρώνει εισιτήριο, ούτε σού ζητά ευθύνες για αποπροσανατολισμό, ούτε σού αποδίδει το ρίσκο του «χαθήκαμε» ή «χάσαμε». Μόνο που είναι σπάνιοι οι άνθρωποι που αφήνονται.
Πιο θλιβερή από αυτήν την εξαφάνιση είναι η αδυναμία προέκτασης της διαδρομής πέρα από τις επικαιρότητες που αναβοσβήνουν στις μεγάλες επιγραφές, που τις ελέγχουν όσοι θέλουν να σου κατευθύνουν το ταξίδι. Είναι θλιβερό που οι άνθρωποι εγκλωβίζονται στα τετράγωνα ζωής ενός αστικού πεδίου που εξυπηρετεί άλλους. Μείνε εδώ γιατί μού είσαι χρήσιμος. Πάνω σου βασίζω ένα οικοδόμημα. Κι έτσι στήνω ιστό αράχνης γύρω σου. Αν φύγεις μού γκρεμίζεις το όραμα. Πρέπει να σε κρατήσω πάση θυσία. Και την κάνω τη θυσία. Παραιτούμαι από όλα και κάνω σκοπό της ζωής μου να σε κρατήσω στο δρόμο που θέλω. Το παιχνίδι των προσανατολισμών μπορεί να παιχτεί σε σχέση 1 προς 1, μα και σε συλλογικότητες. Προϋπόθεση να πείσεις τον ταξιδιώτη να ακολουθήσει τις φωτεινές σου επιγραφές. Τη φωνή στο ραδιόφωνο. Το ρεύμα των ανθρώπων που πάνε προς τα κει. Και λειτουργεί κι ανάποδα. Οδηγώντας τον ταξιδιώτη στο αντίθετο ρεύμα των ανθρώπων που κάνε προς τα κει. Στο ρεύμα των ανθρώπων που πάνε προς την άλλη. Ίδια διεύθυνση, αντίθεση κατεύθυνση. Ίδιο ύψος προσωπικών προσδοκιών. Μηδενικό.
Το ίχνος σου κινείται ομαλά.
Σε εντοπίζουν τα ραντάρ και σού επιτρέπεται η διέλευση.
Η σβήστρα έχει ήδη διαγράψει το περίγραμμά σου. Η υπαρξιακή πυξίδα έχει ήδη μπλοκάρει τις υπαρξιακές σου αναζητήσεις. Η γραφίδα χαρτογραφεί τη διαδρομή σου. Κινείσαι εντός ορίων.
Το διαβατήριό σου κάθε στιγμή ανανεώνεται βασιζόμενο στην ερώτηση που θα κάνεις.
Όσο ρωτάς τα προβλέψιμα το ταξίδι σου δεν διακόπτεται, δεν διαταράσσεται, δεν στοχεύεται, δεν απειλείται.
Την στιγμή που θα αλλάξεις ερώτηση, που θα μπεις σε ένα υπαρξιακό spin έξω από την ελεγχόμενη σφαίρα, θα θεωρηθείς επικίνδυνος. Δεν θα ενεργοποιήσεις, όμως, τους συναγερμούς. Έπαψαν οι μοναχικοί ταξιδιώτες να επηρεάζουν το Σύνολο. Ο κόσμος είναι καλοκουρδισμένος να επιλέγει ερωτήσεις μέσα από την Τράπεζα Θεμάτων της Επικαιρότητας. Θα σε παρακολουθούν για λίγο, μέχρι να χαθεί το στίγμα σου από τα ραντάρ τους. Μετά θα ‘σαι μόνος μέσα σε μία τρομαχτική μοναξιά, που αν είσαι τυχερός και έχεις συνταξιδιώτη θα ‘ναι μία δυαδική μοναξιά.
Το ζητούμενο είναι αν και πότε θα θέσεις τη σωστή ερώτηση.
Στον εαυτό σου.