Με τα μάτια χαμηλωμένα
περπατά πάνω στην ευθεία του πεζοδρομίου.
Κατευθύνεται σκυφτή
μ' αγέρωχη επιμονή
στο στόμα του δράκου
και μοιάζει να ναι καλά διαβασμένη
πάνω σ' όλα τα ενδεχόμενα του παραμυθιού.
Δεν λιποτακτεί στις διασταυρώσεις
δεν δελεάζεται από τα ζαχαρωτά των μικροπωλητών
ούτε εμπιστεύεται την γριά που ξέρει το κρυφό μονοπάτι.
Ντυμένη σεμνά
σμιλεύει αμαρτωλούς Εαυτούς
στο αμόνι του Έρωτα.
Ατσάλινο το σάρκινο κορμί
σάρκινη η αέρινη σκέψη
αέρας ο φόβος και η ανασφάλεια.
Πλησιάζοντας
το αίμα της μυρίζει σύγκρουση και πόλεμο.
Έρχεται αμέσως μετά τη δουλειά
Έρχεται αμέσως μετά τη δουλειά
χωρίς καθυστερήσεις
περιστροφές και αναβολές.
Ίσια στο θάνατο.
Με τον χαρτοφύλακα στο χέρι
το ταγεράκι δέρμα αδέσποτου ζώου
κολλημένο πάνω της
ουρλιάζει σωτηρία.
Εκείνη αδιαφορεί.
Προσπερνά τον Εαυτό της για να φτάσει.
Υπερβαίνει το Είναι της για να μείνει.
Ακυρώνει το Εγώ της για να ξαναγεννηθεί.
Στο τέλος του δρόμου
ο Τρελός που ράβει πάνω της το παραμύθι
λέξη λέξη
την καταπίνει μ' ένα βλέμμα ανθρωποφάγο
και της χαρίζει πεινασμένες αποκλειστικότητες
που θα ζήλευαν όλες οι αθάνατες κοκκινοσκουφίτσες
που -τί κρίμα!- γλίτωσαν από τον λύκο...
--------------------------------
--------------------------------