Εσύ θα
κάθεσαι ήρεμος απέναντί μου
θα μου
ανοίγεις συζητήσεις για τη δουλειά
κι εγώ θα
σού ξύνω τις πληγές.
Θα σε ρωτώ
για τη μάνα που έφυγε
για κείνα
που αρνήθηκες να της πεις
να της ζητήσεις
να της δώσεις.
Θα αποσπάς
την προσοχή μου με πείνες
δίψες
με φαγητό
και ποτά.
Κι εγώ θα
ματώνω τις ραφές
που πρόχειρα
τοποθετήθηκαν στα παλιά κι επόμενα τραύματα.
Θα σε ρωτώ
για τις εκκρεμότητες της ζωής
για τα
όνειρα που δίπλωσες με επιμέλεια στο συρτάρι
για τους αγέννητους εαυτούς σου
για τους φόβους
που δε νίκησες ακόμη
για τα κλάματα που ακούγονται βουβά
από το βάθος κάθε χαμόγελου
για τη μοναξιά που αγριεύει όσο περνά ο καιρός
για τα κλάματα που ακούγονται βουβά
από το βάθος κάθε χαμόγελου
για τη μοναξιά που αγριεύει όσο περνά ο καιρός
και θα με
κερνάς άλλη μία μπύρα
να ξεχαστώ
σαν μεθύσω μέσα στις στιγμές
κι εγώ θα σε
διαψεύδω
καθώς μεθυσμένη
παρεκτρέπομαι πιο εύκολα
από την
καθημερινότητα
και διακρίνω
όλες τις συμπαντικές σφαίρες
που κρύβεις στα
μάτια σου
συγχρονίζομαι
με τις νυχτοπεταλούδες που σ’ ενοχλούν
και φτερουγίζω
ανενόχλητα ενοχλητική στο μυαλό σου
ρωτώντας σαν
παιδί τον Μπαμπά του:
Τι χρώμα
έχει ο κόμπος στο λαιμό σου?...
Με πόση
αγκαλιά θεραπεύεται ο αποχωρισμός?...
Πόσα έτη
Εαυτού μακριά μας είναι το Κοντά?...
Γιατί με
αντέχεις ακόμα?...