Θα ΄μαι κλειδωμένη
κι όταν θα πεθυμώ θάλασσα
θα μου ζωγραφίζεις μία μολυβένια σταγόνα
να βουτώ
να πνίγομαι
να βουλιάζω στο μαύρο του γραφίτη
να μην υπάρχει βυθός ή βράχος
ούτε ακτή κι ουρανός
μόνο ένα εκτυφλωτικό λευκό
και μία πιτσιλιά γλυκό μαύρο
και θα πρέπει να ντυθώ το αίμα μου
για να με ξεχωρίσεις
σαν μπεις αναπάντεχα στο δωμάτιο
κι έρθεις να με σώσεις
οδηγούμενος από την αλμυρή φωνή μου
που στάζει στο πάτωμα
αντηχεί στους τοίχους
υψώνει τη στάθμη της τρέλας μου
ως το ταβάνι της φυλακής μου
και ξεχειλίζει κάτω από το άνοιγμα της πόρτας
που υποκρίνεται πως με περιορίζει.