Είναι από τις στιγμές που δεν είναι προαιρετικό το σκίρτημα. Επιβάλλεται. Η νεκρική σιγή έχει γίνει μελωδία και οι τοίχοι ξεφλουδίζονται απ' το χρώμα τους. Τα γυμνά τούβλα σφυρίζουν πένθιμα εμβατήρια κάποιου μαυροφορεμένου πολέμου που έρχεται. Οι μελλοθάνατοι είναι ήδη νεκροί μέσα στο διαμέρισμά μου. Τους κρατάω ομήρους. Δεν χωρά διαπραγμάτευση. Δε θα ελευθερωθεί ποτέ κανείς. Εδώ θα πεθάνουμε, υπογράφοντας διαθήκη μας το ποίημα κι οι απόγονοι, που νεογέννητοι κλαίνε στην ποδιά της μάνας τους, ανίδεοι ή αθώα υποψιασμένοι για το διακείμενο, θα σκοτωθούν μαχόμενοι ν' αλλάξουν τον κόσμο, με κλαδάκια στα χέρια φοβερίζοντας τον μεγάλο εχθρό που δε χρειάζεται ποτέ να πλησιάσει. Παρακολουθεί από μακριά την παλικαρίσια ζεμπεκιά μας. Πετά γαρύφαλλα στο σαλόνι μας δι' αντιπροσώπου και χειροκροτεί το θάρρος μας να χορεύουμε πάνω από τους νεκρούς που δεν καταφέραμε να σώσουμε, καλοπιάνοντάς τους έστω να μάς καλωσορίσουν στο κατευόδιο. Σάς ερχόμαστε.
Είναι από τις στιγμές που δεν είναι προαιρετικό, μα επιβάλλεται. Έστω ένα σκίρτημα. Σηκώνομαι ν' ανοίξω το παράθυρο. Το σκοτάδι πηχτό, αντιστέκεται. Σφυρίζει ένα μυρμήγκιασμα επώδυνης απώλειας. Με σημαδεύει με την κάννη της σκιάς ενός όπλου. Σκιά κι εγώ. Σκοτώνομαι. Λευτερώνονται οι όμηροι για να ξαναπεθάνουν λίγο αργότερα, σαν επίλογος ενός ποιήματος που γράφεται και ξαναγράφεται, όπως η ανθρώπινη ιστορία που επιμένει να γεμίζει σελίδες εμπόλεμης ζωής κι ας σε κάθε κεφάλαιο υπόσχεται πως την επόμενη φορά θα πολεμήσει μόνο για την Ευτυχία.