Ηλιοβασίλεμα.
Πανηγύρι του ορατού.
Όλο το ήρεμο τ' ουρανού
πνιγμένο σ' αυτόν τον εκκωφαντικό παλμό
των βασιλευομένων χρωμάτων
ενός ήλιου που αρνείται να υπάρξει
αθόρυβα.
Στο δημοτικό
είχα πιο πολλές σβήστρες
παρά μολύβια.
Σβήνω τον καμβά του δειλινού.
Δεν υπάρχει λευκή σελίδα
πίσω απ' τα σχέδια,
μόνο σκοτεινός βυθός
μία βαθιά σιωπή
ένα μακρόσυρτο μαύρο μουρμούρισμα
που εξαπλώνεται σαν μούδιασμα
στο κορμί του σύμπαντος
στη συνείδησή μου
στο παράλληλο εγώ μου.
Σβήνω
με υπομονή τελειομανούς.
Τοπίο τυφλό.
Ο νους μηδενίζεται
το σκοτάδι εκπυρσοκροτεί
στ' άδεια μου χέρια.
Ο χρόνος νεκρός.
Ξαναρχίζω να μετρώ από την αρχή
πρώτη ώρα
δωδεκάτη μεσονυχτίου
μαθαίνω να ορίζω τη χροιά μου
στη σιωπή
το σχήμα μου
στο σκοτάδι
και την εμπειρία της ζωής μου
στο πρώτο βήμα μου
στο κενό που αφήνει
ένας σβησμένος ήλιος.
Αυτή τη φορά
θα γεννηθώ σκοτάδι.