σκαρφαλώνει στο γυμνό της πέλμα,
τυλίγεται στον αστράγαλό της
αναβάλλει την ευθυγράμμισή του
με τον προορισμό του ταξιδιώτη,
γκρεμίζει τις γεωγραφίες,
θυσιάζει τη σταθερότητά του
και κολλά στο δέρμα της
σαν λωρίδα από αρχαίο σανδάλι
τα πόδια της να προστατεύσει
από τις εκδορές
κι όμως Εκείνη είναι ταγμένη
να σπείρει αίμα
στους κάμπους της ανθρωπότητας
φυτεύοντας στο τσιμέντο
την κραυγή του δέντρου
την πληγή του ζώου που αφανίζεται
και τη γνώση της ζωής που λησμονήσαμε
για να κατακτήσουμε
όσα μάς κατέκτησαν.
-Κάθε άνθρωπος
ένα δέντρο κομμένο
σύρριζα
απονευρωμένος
χριστουγεννιάτικα στολίζει
ένα σαλόνι ή ένα δρόμο
με στόμα νεκρό
συγχρονίζει τα χείλη
στην επανάληψη των ηχείων
σε κάλαντα
και ευχές
που δεν εκπληρώνονται
ποτέ-
Ο χωματόδρομος μ' όλες τις μνήμες του
αγκιστρώνει τη μία του άκρη
στο σώμα της
και με την άλλη εισχωρεί αυθάδικα
στο κέντρο της πόλης
κάτω από τα πόδια των ανάπηρων παιδιών
που τρέχουν μόνο καθήμενα.
Ρυθμίζει τα χιλιόμετρά του
στην ταχύτητα ενός κυλιόμενου διαδρόμου
που γεφυρώνει το παρόν
με κείνα τα ελεύθερα χρόνια
που η Παιδικότητα σήκωνε τις πέτρες
απ' το σώμα της γης
συντάρασσε την αλήθεια των μεγάλων
και τα νερά σ' όλες τις λίμνες
ξυπνούσε τα τέρατα των μύθων
ζωντανέυοντας τον πλανήτη
απ' άκρη σ' άκρη
μ΄ έναν πυρετό θαυμαστής επινόησης.
Στο τελείωμα αυτού του δρόμου
το μέτωπο της πυρακνωμένο
λάμπει σαν φάρος
στο επιμύθιο αυτού του κόσμου.
Γητεύοντας τις αρχαίες διαδρομές
καλεί με θροΐσματα
τα δυσκίνητα παιδιά
αυτής, της σημερινής,
άγριας
προβλέψιμα εορταστικής
και ελεγχόμενης δυσκαμψίας
του Νου.
Περιμένει μετρώντας αντίστροφα
στα δάχτυλα ενός νεογέννητου βρέφους
που δεν θα δοξαστεί
παρά μόνο αν δραπετεύσει από την ιστορία.