Δεν υπήρχε το δωμάτιο
ούτε το σώμα μου
ούτε το κτίριο
ούτε η πλατεία
ένα κρεβάτι μόνο
σανίδα σωτηρίας
σ' ένα ωκεάνιο ναυάγιο Εαυτού
και δεν είχα φωνή για βοήθεια
ούτε ανάσα
ούτε χρόνο
ούτε δεύτερη ευκαιρία
έναν θάνατο μόνο
σανίδα σωτηρίας
σε μία αυτοκτονική πραγματικότητα
και δεν σκέφτηκα
δεν αργοπόρησα
έναν θάνατο μόνο
σανίδα σωτηρίας
σε μία αυτοκτονική πραγματικότητα
και δεν σκέφτηκα
δεν αργοπόρησα
δεν μετάνιωσα
δεν πόνεσα καθόλου.
δεν πόνεσα καθόλου.
Ξήλωνα το δέρμα μου
για να σε ντύσω
κι έμενα με φλέβες γυμνές
εκτεθειμένη στη ζέστη μιας αγκαλιάς
που εξάτμιζε τον ενεστώτα μου
κι ολόκληρη γινόμουν
το παρελθόν μιας νύχτας
που μελλοθάνατη
έριχνε άγκυρα στα μάτια σου.
Δεν υπήρξα ποτέ
-έτσι-
Κι αν κάτι τάραξε τα νερά της Ανυπαρξίας μου
ήταν η Επιθυμία μου να σε χωρέσω
στα Ποιήματα
που γεννούν τους αυριανούς Εαυτούς μου
με τους οποίους θα ρθω ξανά
να σου συστηθώ από την Αρχή
μία αμετανόητα μελλοθάνατη
που ρίχνει ναυάγια στα μάτια σου...