Προσπάθησα τόσο να ηρεμήσω τους λύκους.
Τους τάισα,
τους χόρτασα,
τους σέρβιρα κορεσμού τρυφερότητες
κι αθόρυβες επεξηγήσεις σύγχρονης ζωής.
Χάιδεψα το μαχαιρωμένο ουρλιαχτό τους
με υπομονής ακρόαση.
Έλιωσα το βήμα μου στα στέκια τους.
Κοιμήθηκα σε μια γκρεμού τους αγκαλιά.
Ονειρεύτηκα αδιέξοδα εξαφάνισης
-αγριεύει το είδος που νιώθει ότι απειλείται.
Αν δεν περιπλανηθείς μέσα στο όνειρό του
δεν αφομοιώνεις την αλήθεια του Φόβου του.
Ένιωσα τον κόσμο να σφίγγει τους κλοιούς του
με σιδερογροθιές
γύρω από τις στέπες
γύρω από τις σπηλιές
γύρω από το δέρμα μιας αγκαλιάς.
Στα μονοπάτια της ελεύθερης πορείας
φυτεύτηκαν νάρκες ιλιγγιώδους εκσυγχρονισμού.
Επέμενα Υπάρχοντας.
Ενίσχυσα μόνο το Ένστικτο.
Επιβίωσα στις εξορίες.
Ήρθε καιρός που μίλησα πολύ.
Ήρθαν στιγμές που σιώπησα
ακόμη και μιλώντας.
Μου συστήθηκαν θηρία
με χειραψίες ανθρώπων.
Μου συστήθηκαν άνθρωποι
με χειραψίες θηρίων.
Κοιτούσα μόνο τα μάτια.
Εξαΰλωνα τη μορφή
και βύθιζα το καλωσόρισμά μου στον αόρατο Εαυτό τους.
Δεν ξέφυγα ποτέ από την λυτρωτική μου καταδίκη:
Θη-ΛΥΚΟ-τητας όλα μου τα ιδιώματα.
Τρυφερή στις αγκαλιές.
Προστατευτική στον κίνδυνο.
Μητρική μπρος στον αυτόχειρα.
Άγρια αυστηρή προς τον δολοφόνο.
Προσπάθησα τόσο να ηρεμήσω τους λύκους.
Κατάφερα τόσο να εξαγριώσω τον Εαυτό μου.
Διδάχτηκα την Νέα Αλήθεια:
Ο Λύκος δεν είναι υπό εξαφάνιση.
Τρέμει στο λυκόφως ακονίζοντας ένστικτα,
όχι θρέφοντας φόβο.
Ο Άνθρωπος είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Αγριεύει,
τρέμει και φοβάται.
Κανιβαλίζεται
και μαγειρεύει πείνα και δίψα.
Μεταλλάχτηκα.
Ήμουν Γυναίκα, Μητέρα, Ερωμένη.
Τώρα κιΝούμενος Στόχος Κυνηγημένων από τους Εαυτούς τους Κυνηγών.
Στις εξορίες πια,
στις στέπες,
στις σπηλιές,
στις αγκαλιές που κρύβομαι,
το μόνο γεύμα που μαγειρεύεται
για να χορτάσει την Πείνα των Άγριων υπό εξαφάνιση Ανθρώπων είναι:
Η θηΛΥΚΟτητα...