Όλοι κυνηγούσαν το στρατιώτη
αθώος ή ένοχος
είχε στραμμένο πάνω του
ένα δάχτυλο, μία κάννη
ενός ανωτέρου
ενός εχθρού
ενός καταδότη
του ίδιου του εαυτού του
και πάντα
λίγο πριν πιαστεί
πριν ξυπνήσει απ' τον εφιάλτη
της μάχης
αμυδρά διέκρινε στο βάθος
τη φιγούρα μιας Μάνας
που ζαρωμένη άπλωνε το χέρι
άρπαζε τον τρομαγμένο άνθρωπο
και τον έκρυβε πάλι στην κοιλιά της
να τον ξαναγεννήσει αργότερα
όταν οι πόλεμοι θα 'χουν τελειώσει
και σαν έφτανε κείνη η μελλοντική στιγμή
ήταν ο ίδιος ο τοκετός
ο πρώτος πόλεμος
ο γιος αποχωριζόταν τη Μάνα
και ριχνόταν ξανά στην άγρια μάχη
της επόμενης ημέρας.