Εδώ είμαι.
Χωρίς Κόκκινο.
Χωρίς Δώρα.
Χωρίς χέρι απλωμένο.
Μα και χωρίς συμβιβασμό.
Χωρίς εκβιασμό.
Χωρίς κομπόδεμα.
Χωρίς Ευχές.
Χωρίς προσευχές.
Χωρίς Θεό.
Χωρίς Συνάνθρωπο.
Χωρίς Συνεργό.
Χωρίς ... Εμένα ενίοτε...
Μόνο με κάποια Ποιήματα στο χέρι.
Τρώγονται τα ποιήματα.
Θρέφουν φτώχεια, μοναξιά, απομόνωση.
Χρησιμεύουν και ως Φάρμακα.
-ποτέ γενόσημα-
Γιάνουν πληγές απανθρωπιάς.
Επουλώνουν τραύματα λεηλασίας.
Σε ακραίες περιπτώσεις
που η θερμάστρα δεν ανάβει
και το κρύο απαιτεί να βυθιστείς σε μία Νιρβάνα
για να ξεχάσεις
την χαμηλή στο δωμάτιο θερμοκρασία
το Ποίημα ζωντανεύει κιόλας.
Γίνεται ο Θεός που απουσιάζει,
ο Συνάνθρωπος που απέχει,
ο Κηδεμόνας που νοιάζεται,
ο Εραστής που θυσιάζει και θυσιάζεται...
Κουλουριάζομαι γύρω και μέσα στο Ποίημα.
Γράφεται και καίγεται για μένα.
Είμαι Εδώ,
χωρίς τίποτε.
με έναν Παιδικό Στίχο πάλι στο χέρι,
γλειφιτζούρι σε σχήμα σπείρας ζαχαρωτής,
να γλυκαίνει το άδειο στόμα
να γεμίζει το άδειο χέρι
να ηδονίζει την λαχτάρα μου για Γλυκό
και πάνω που ετοιμάζομαι να Δαγκώσω
πάλι εμφανίζεται μες στην παραζάλη της Ζωής μου
εκείνο το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα
και του προσφέρω το Τίποτα που έχω στα χέρια μου
...το Ποίημα, το Παραμύθι, το Γλειφιτζούρι...
που με χορταίνει
που με θεραπεύει
που με γλυκαίνει
που με ξεγελά...
Το Κοριτσάκι πάλι πεθαίνει...
και Εγώ Ζω να το θυμάμαι
πλάθοντας κάθε χρόνο
τέτοιες μέρες
σαν κόλλυβα στο μνημόσυνο
Παραμυθάκια για Μεγάλους,
που τα χαρίζω στα Παιδιά......