Υπάρχει ένα μικρό χωριό
ερειπωμένης σύγχρονης ιστορίας
χαμηλού φόρου εισοδήματος
υψηλού κεφαλαίου ζωής
που κρατά τις θέσεις
στο καφενείο
στα παγκάκια της πλατείας
στις ξύλινες καρέκλες της γειτονιάς
στα σκαμνάκια
στα ασβεστωμένα πεζούλια
για όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες
που ζητιανεύουν
στους μεγάλους δρόμους της πόλης
στις ουρές των δημοσίων υπηρεσιών
στα ανθρωποφάγα διαμερίσματα της θλίψης
στα υπερφορτωμένα με πόνο νοσοκομεία
στα βουβά πεζοδρόμια
που κλαιν σιγανά το εσωτερικό παράπονο
του πτωχευμένου αστού.
Υπάρχει ένα μικρό χωριό
που περιμένει την επιστροφή
των ανθρώπων
στοιχειομενο από έναν ηλικιωμένο
που περιμένει τα εγγόνια του,
σκαλίζοντας τη γη
και καλλιεργώντας εαυτό,
χορταίνει τρώγοντας λίγο,
από επιλογή όχι ανάγκη,
κι έχει εκείνα τα κόκκινα μαγουλάκια
που τσιμπούν πειραχτικά τα παιδιά
κάθε φορά που τον επισκέπτονται από την πόλη
κι εκείνος
σκύβει και τους ψιθυρίζει στ' αυτί
"Να θυμάσαι πάντα
πως αυτό το πέτρινο σπίτι
είναι δικό σου.
Ποτέ μη λησμονήσεις να επιστρέψεις
στο χωριό.
Η πόλη σε θέλει σκλάβο ή ζητιάνο.
Το χωριό ξέρει με λίγα να σε έχει βασιλιά
κι ελεύθερο."
Έπειτα παίρνει το μπαστούνι του
κι ανηφορίζουν μαζί στο εκκλησάκι
στην κορυφή του λόφου.
Εκεί ατενίζοντας το σύμπαν,
την πεδιάδα αυτού του ευλογημένου τόπου,
χρίζει κληρονόμο τούτης της πατροπαράδοτης γης
τον εγγονό του
και την εγγονή σπουδαία οικοδέσποινα
αυτού του Παραδείσου.