Βούτηξες την πένα στη λάσπη...
Ψευδομαρτυρία, όλες σου οι απολογίες…
Δε μίλησα…
Κράτησα τη σιγή, αγκάθι στην παλάμη, πληγή στο στόμα μου…
Παραμορφωμένος απ’ τις ψευδαισθήσεις,
αλλοιωμένος απ’ το ψέμα,
να νανουρίζεις φιδιών σφυρίγματα
μέσα σ’ εκείνο το υπέροχο στόμα,
που κάποτε ζέσταινε το φιλί…
Απαρηγόρητη η αλήθεια,
κρυμμένη στο υπέδαφος μιας άγριας απογοήτευσης…
Μακριά απ’ το φως…
Με το χέρι κομμένο…
Τυφλή μπροστά στο θολό είδωλο του εαυτού της…
με μία απέχθεια να γίνεται αντίλαλος,
όταν ακούγεται τ’ όνομά της…
Αλήθεια!....
Η καρδιά σε οριακή συχνότητα παλμών…
Ελάχιστη ανταπόκριση σ’ αυτό που λέμε Ζωή…
Η πένα σου γράφει…
Λασπώνει το όνειρο, τη μαγεία, το φιλί…
Σάπιο φιλί…
τυλιγμένο στη στάχτη μιας θύμησης που κουλουριάστηκε…
να μην την αναγνωρίσει η Μνήμη…
Φοβήθηκα προς στιγμήν…
Φοβήθηκα την παλινδρόμηση…
και κρύφτηκα αστραπιαία
στο δίχως σκέψη χώρο των νεκρών…
στο δίχως παλμό κόσμο των ανέραστων…
στο δίχως όνειρα ύπνο των απελπισμένων…
Με ξύπνησε ένας ψίθυρος απόκοσμης φωνής:
«Ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει»
Σηκώθηκα από το χώμα…
Σκουπίζω την πληγή…
Φεύγω…
Απομακρύνομαι…
Δεν υπάρχω…
Υπάρχω αλλιώς…
Έχω στα χέρια μου μία γυμνή Ελευθερία: αυτή που μου αξίζει!...