Βγάζω από το ντουλάπι τα εργατικά μου
να ντυθώ διαδηλωτής
να βγάλω στο δρόμο την οργή
που συσσωρεύω στην τσέπη μου
σαν το υπόλοιπο ενός τρεχούμενου λογαριασμού
που κρατά μικροποσά για ώρα έκτακτης ανάγκης.
Φρεσκάρω τα πλακάτ και τα πανό
με μία βούρτσα βουτηγμένη στη διαφάνεια
της ηθικής του μικρού ανθρώπου
που συγχρονίζεται με τις βιτρίνες των πολιτικών.
Επετειακό συλλαλητήριο
σαν μνημόσυνο καλοθαμμένων ανταρτών
τους οποίους φορώ σχέδιο στην μπλούζα
μην τολμώντας να τους φορέσω στην ψυχή
σαν λες φοβάμαι τί κουβαλά η μνήμη τους
πόλεμο στον πόλεμο
ενώ εγώ με πείθω πως είμαι ικανός
μόνο να σέρνομαι στον χιλιοπερπατημένο δρόμο
που απλώνεται στο μ' αλληγορία αιματοβαμμένο χαλί
κάτω από το κεφαλόσκαλο
όπου θα εκφωνήσει και εφέτος
τον επίσημο λόγο του ο πρωθυπουργός
πριν αναχωρήσει πάλι εις τας Αθήνας
μετρώντας τη δύναμή του
από τη δυναμική του συλλαλητηρίου μας
που αδύναμο επαναλαμβάνεται επετειακά
ενώ όφειλε να μεγαλώνει το ανάστημά του
σαν παιδί που από νεογέννητο
φτάνει να γίνει ο αντάρτης
που και πεθαμένο τον τρέμουν οι αρουραίοι
μην και ξυπνήσει απ' τις φωνές, τις αδικίες
ή την άγρια σιωπή ενός παιδιού που ονειρεύεται.