Πήρε τις δύο λωρίδες του δρόμου
νοσοκομειακά λευκές
τις έδεσε στους αστραγάλους.
Τέντωσε τα χέρια ως το σύννεφο
κι άρχισε ν΄ανεμίζει
με βλέμμα αδάμαστο
200ων ίππων αγέλη.
Έκλεισε τα βλέφαρα,
φυλάκισε τους καλπασμούς
για τη στιγμή του μακελειού.
Εκείνος, πάνοπλος
ίσια πάνω της
με το θωρακισμένο αρσενικό Εγώ του.
Σαν άγγιξε το διάφανο ύφασμα
του Μυαλού της,
άνοιξε τα μάτια της.
Χύθηκαν τ' άλογα
και το αίμα
ποτάμι.
Βρέθηκαν ακρωτηριασμένοι
σε μία αγκαλιά
που δεν της έλλειπε κομμάτι.
Αθάνατοι
διότι Ερωτευμένοι..