Αδιάφορη, με νύχια βαμμένα θαλασσινούς βυθούς προσπερνούσε τη γραμματική των ποιημάτων και πατούσε δυνατά το πόδι της στο τσιμέντο, τόσο που η δόνηση της πατηματιάς της άφηνε ίχνος στο θαμμένο χώμα που στήριζε την άσφαλτο. Κατηφόριζε ασυγκίνητη, με το φουστάνι να ανεμίζει στα υπόγεια ρεύματα της ζωής. Ήθελες να απλώσεις το χέρι να τη σώσεις. Με ένα άγγιγμα να ζεστάνεις την ψύχρα στο βλέμμα της. Να στάξεις λίγο κόκκινο στο σκούρο μπλε. Μάταια. Τείχη αόρατα. Τα κουβαλούσε πάντα μαζί της. Ακόμη και στον πνιγμό, όταν σαν ψάρι σπαρταρούσε έξω από τα νερά της, ασφυκτιώντας στον πηχτό χρόνο των μεγάλων ταχυτήτων.
Προσπάθησε πολύ να επιβραδύνει. Με τεχνάσματα αναπνοής. Με κλειστά μάτια. Με συλλαβισμούς της σκέψης. Ανεπιτυχείς προσπάθειες. Παντού υπήρχαν μικρές μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται ποτάμια θορύβου, με αντίλαλο που δε φθίνει. Μικρές μαύρες πόρτες. Στο δέρμα της, στα έπιπλα, στα μάτια των ανθρώπων, στα ακροδάχτυλά τους, στους αστραγάλους σε πόδια που λαχάνιαζαν για να προλάβουν. Τι; Στον ποδόγυρο της ζωής της. Κεντημένες μαύρες πόρτες που ακόμη και μισάνοιχτες επέτρεπαν να ξεχύνονται κουβάρια ξηλωμένα τα λόγια της.
Προσπαθούσε να επιβραδύνει. Έψαχνε νέο τέχνασμα. Η θλίψη!
Η θλίψη έχει μεγάλο ιξώδες! Αργοκυλά μέσα σου. Σού επιβάλλει μία επιβράδυνση παραίτησης από τα επείγοντα, που δεν είναι άλλα από φτιαχτά σενάρια τεχνητής ζωής. Η θλίψη σε αποστειρώνει από το θόρυβο, τη βιασύνη, το λαχάνιασμα. Σε βυθίζει. Όχι. Σε βαφτίζει ξανά. Μέσα στα νερά σου, που τα περνά από το βιολογικό καθαρισμό των δακρύων. Πρώτο στάδιο. Μόλις στερέψεις κι έχει φύγει η βρωμιά των χειμάρρων που κουβαλάνε ό,τι βρουν, δίχως επιλογή, η θλίψη σού σκάβει νέες πηγές. Γεννάς νάματα που κυλούν σταγόνα σταγόνα. Ξαναγέμισε ωκεανούς. Δεν υπάρχει βιασύνη. Ούτε χρόνος. Βυθίσου στη θλίψη ως τον πνιγμό. Με εμπιστοσύνη στον κύκλο της. Αρνήσου, όλα σου. Μείνε μία κουκκίδα βαθύ μπλε, μελανιασμένη στο ψύχος του κόσμου, μέσα σε μία κουκκίδα σκούρο αίμα που πάλλεται. Δίχως όνομα. Δώσε όνομα και σχήμα. Άρχισε σιγά σιγά από την αρχή. Γέννησε κύτταρα, θάλασσες, νέες σκέψεις. Δεν έχουν όλοι αυτό το προνόμιο. Να σταματήσουν τον κόσμο, να νικήσουν το μηδέν και να υπάρξουν από την αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου