-----------------------------------------------------------------------------------------------
Ημίφως. Ημίγυμνη.
Ημικρανία και Ζάλη. Ημιόροφος Ζωής.
Στη σκιά, το διάγραμμα ενός χεριού που κρατά τα κλειδιά μου.
Θροΐζουν σαν φύλλα, μα δεν ακούγεται ήχος μεταλλικός. Όπως θροΐζω ολόκληρη, μα
δεν ακούγεται το παραμικρό. Γυμνάζεται ο Ίλιγγος πάνω στα σκαλοπάτια της
κλιμακωτής μου Αντοχής. Από το κλιμακοστάσιο της υπόγειας αγωνίας, ως την
ταράτσα της αυτοκτονικής ευτυχίας. Βγαίνω συχνά από το Σώμα μου και παρατηρώ το
Φεγγάρι από απόσταση αναπνοής. Υπάρχει λόγος που είναι χλωμό. Αφαίμαξη.
Σελήνη, η πρώτη Γυναίκα που χάρισε τα κλειδιά της στον Κλέφτη.
Ο ουρανός κλειδωμένος. Δεν θα πετάξουμε απόψε. Έβγαλα χθες τα
φτερά από την πλάτη μου. Κοιμήθηκα μαζί σου. Τραυματίζουν οι αγκαλιές με την
άμυνα του σκαντζόχοιρου. Τρυπούν την αλήθεια του αγγίγματος ως τον αναστεναγμό.
Βελονίζουν, ώσπου ο πόνος να παραδώσει τα κλειδιά του στην εξομολόγηση.
Είπα πολλά. Και στις πρόβες και στην πρεμιέρα. Κόντεψα να στερέψω
τη φωνή μου.
Μπήκαν πολλοί ηθοποιοί στο καμαρίνι. Όλοι με τ’ όνομά σου. Ντρέπομαι
να αλλάξω το κουστούμι μου μπροστά σε τόσα μάτια. Θα εμφανιστώ και στην επόμενη
σκηνή με το νυχτικό της τρελής. Χλωμό, στις αποχρώσεις της σιωπής. Ευτυχώς,
ακόμη φοράω τα κόκκινα χείλη και τα μαύρα μαλλιά.
Αλλάζουν οι άνθρωποι στο ημίφως. Γίνονται ο πιο αληθινός Εαυτός
τους και δεν τους αναγνωρίζει ούτε η μητρική αφοσίωση. Η Μάνα πάντα βλέπει τον
Γιο της ντυμένο Φως. Η Ερωμένη τον βλέπει γυμνό στο σκοτάδι. Και η Ερωτευμένη τον βλέπει απελευθερωμένο από όλα… εκτός από Εκείνη την ίδια…
Είναι δικά μου τα κλεμμένα Κλειδιά. Κάθε κλεμμένο κλειδί φέρει την
κατάρα της Πύλης που ανοίγει. Μπορείς να σηκώσεις το Βάρος μου…; Μη με ζυγίζεις
με τα μάτια. Δεν είμαι κατηγορίας φτερού, μα σηκώνεται εύκολα το κορμί μου… Η
Ζωή μου είναι που βαραίνει… Η Σκέψη μου είναι που δένει έναν βράχο στο λαιμό
της και γίνεται ασήκωτη…
Σκέψεις… Συνεπαγωγές… Αινιγματικές αιτίες των πραγμάτων... Ο
απόλυτος Γρίφος: το πιο ακριβό κόσμημα γύρω από το λαιμό της Γυναίκας. Πνίγομαι.
Ο Θεός χαμηλώνει το σύννεφο πάνω από το μπαλκόνι του ιλίγγου μου.
Σκίζει ρωγμή. Τείνει το φως της αιμορραγικής Σελήνης στα μάτια της εξομολόγησης.
Σκυμμένο το κεφάλι. Αφουγκράζομαι σεισμό. Συγκεντρώνομαι στο σημείο. Τα
διανύσματα, οι διαδρομές, οι αποστάσεις, ο χώρος, ο χρόνος, ο Εαυτός, όλα Ένα.
Δεν θα παραδοθώ αμαχητί. Την προσευχή της ύστατης στιγμής την έχω γράψει από
την πρώτη κιόλας οντισιόν για τον Ρόλο.
Χαμηλώνει, κοντεύει στο αυτί μου ο Θεός. Ψιθυρίζει στον ανθρώπινο
φόβο μου μυστικά λύτρωσης. Πιάνει το χέρι μου και στην κρύα παλάμη ακουμπά τα
κλειδιά. Μπορώ να ξεκλειδώσω τις πόρτες. Λεύτερη να φύγω ή να μείνω. Βγαίνω
ξανά από το Σώμα μου. Τρέχω στο κλιμακοστάσιο, εκεί όπου κούρνιαζα μικρή,
μακριά από όλους. Η Πύλη κλειστή. Τρέχω στην ταράτσα, πιο ψηλά από τους
Ανθρώπους. Η Πύλη κλειστή. Τρέχω μέσα μου. Αποκλεισμός. Εξορία.
Επιστρέφω στο μπαλκόνι αποφασισμένη να πω την αλήθεια:
– Ρε Διάολε, όσο Θεό κι αν ξοδέψουν οι Έρωτες, πάντα χλωμό θα
είναι το Φεγγάρι, πάντα βροχή θα φέρνει το σύννεφο, πάντα αυτοκτονία θα μυρίζει
το μπαλκόνι και το Κορίτσι με 67
επίσημο ένδυμα το νυχτικό του θα σεργιανίζει σαν τρελή στις
κλειδωμένες διαδρομές του Μυαλού της, γνωρίζοντας πως η Άρνηση είναι το
κίνητρο της Κατάφασης στο σενάριο της Θρησκείας…
Ακούγεται ο μεταλλικός ήχος των κλειδιών. Τα επιστρέφω. Κρεμιέμαι
από τον εξώστη της κλειδωμένης Ζωής μου.
Ρε διάολε, κλείδωσε όλες τις πόρτες. Εσώπορτες εξώπορτες. Αν είναι
να φύγω, θέλω να είναι απόδραση, να έχει το σενάριο περιπέτεια και διδαχή
προτροπής.