Θέλω να γράψω ένα βιβλίο
παιδικό
γιατί οι λέξεις μου τεντώθηκαν τόσο
ανάμεσα στην ψυχή μου
και στο κενό
ζητώντας εαυτό να παραδώσω
μα των ενήλικων βλεμμάτων οι αναγνώσεις
με των κρυμμένων φόβων τους
το βάρος
αβάσταχτες πολέμου κλιμακώσεις
που κάνουν ρίμα με το λήμμα χάρος
τραυματισμένες κρεμούν τις πανοπλίες
στα ελαστικά των στίχων μου σκοινιά μου
βουλιάζω, θάβομαι
ζωντανή μες στη σκιά μου
όμηροι πιάνονται της ζωής μου οι αναρχίες
καμπυλώνεται στο χώμα ο ουρανός
σκάνε χειροβομβίδες στο σώμα μου τ' αστέρια
σκοτώνεται το πλήρωμα
κι ο διαστημικός μου εαυτός
ενώ πλησίαζα απρόσιτα λημέρια.
Δεν είναι το βιβλίο
είναι ο κόσμος που θέλω να γράψω,
παιδικός,
τον εαυτό του να γεννάει προς τα πάνω
όπως εξατμίζεται η θάλασσα σε φως
υγρή φιγούρα μιας γυναίκας από άμμο
εκατομμύρια οι κόκκοι της χρυσοί
γαλαξιών ωάρια αμέτρητα εντός της
να σκάει το κύμα σε τροχιά ελλειπτική
και η φαντασία ν' αναδεικνύεται θεότης
ένας ήλιος να 'χει ρίζες του στη γη
μ' ηλιόσπορο να θρέφονται οι μάνες
σμήνη παιδιών από μήτρα μυθική
λεύτερα να 'ναι στων συμπάντων τις αλάνες
με φωτεινά αστέρια
στο τσάκρα του μετώπου
ν' ανταγωνίζονται του νου θεούς δαιμόνια
βλέμμα να φέρουν
μαχαιριού δικόπου
να επιμηκύνουν τη ζωή αιώνια
στρατιές παιδιών με μουσικό ταλέντο
τη νεκρική του διαστήματος να σπάνε σιγή
νότες ν' ανθίζουν στο γενεαλογικό τους δέντρο
κι η αλυσίδα της ζωής να μην μπορεί
να διασπαστεί.
Ξεκίνησα να γράφω ένα βιβλίο
παιδικό
ένα κεντρί κρατώντας για μολύβι
αρνήθηκα ανθρώπους και θεό
κι ό,τι τ' 'ονειρο με όρια συνθλίβει
τον εαυτό μου πέθανα στην πρώτη τη σελίδα
όπου μιας μέλισσας σχεδιάζω το περίγραμμα
διακεκομμένης περιμέτρου μια κουκκίδα
με χωρά στης ιστορίας το αρχίγραμμα
σαν η ψυχή μου να επιστρέφει
από το μέλλον
πετώντας να εκπληρώσει
το χρησμό της.