Υπάρχει κάτι ύποπτο εδώ.
Τα έπιπλα τοποθετημένα δίχως συμμετρία
μοιάζει κάτι να κρύβουν.
Σκάβω κάτω από τα μαξιλάρια.
Πέτρες και βράχοι.
Κάποιος πριν από μένα
κρύφτηκε πιο βαθιά.
Σέρνω τον καναπέ.
Το χαλί κρύβει την κρύπτη.
Ξέρω πως είναι εκεί
μα δεν κοντεύω ακόμη
χρειάζομαι προετοιμασία.
Θα 'ναι πιο άγριος από μένα
πιο πεινασμένος ίσως
πιο μόνος
πιο ξεχασμένος
πιο υγιής ή πιο άρρωστος
πιο τρομαγμένος ή πιο ήρεμος.
Θα 'χει συνηθίσει την φυλακή του
και θα 'ναι έτοιμος να αμυνθεί.
Ντύνομαι τα ειρηνικά μου.
Σηκώνω το χαλί
ξεμοντάρω τα πλακάκια
παίρνω εργαλεία και χαλάω το πάτωμα.
Κάτω απ' τα πόδια μου
δεν υπάρχει πρώτος όροφος
μόνο μία καταπακτή
που οδηγεί σ' όλα τα κρησφύγετα του κόσμου.
Άνθρωποι τυφλοί κι αφιλόξενοι
μ' ανήλιαγα φωνήεντα σιωπής
αποτραβιούνται πίσω
κι αν κοντέψεις
καμπουριάζουν και πετούν αγκάθια στην πλάτη
εξελιγμένη άμυνα φοβισμένου ανθρώπου.
Δεν μιλώ.
Το νιώθουν πως είμαι η νέα φουρνιά
που έρχομαι συστημένη να προστεθώ
στις απομονώσεις.
Πλέον δεν με σέρνουν με το ζόρι.
Δεν είμαι αιχμάλωτη, ούτε εξορισμένη.
Έρχομαι με τη συγκατάθεσή μου.
Μονόδρομος.
Για να χαρώ τη ζωή, πρέπει να πάψω να ζω.
Ίσως εγώ να κληρώθηκα να πληρώσω
το τίμημα της κακοποίησης.
Σ' όλα τα σκοτεινά τους δωμάτια
υπάρχει εικόνισμα μιας μικρής Ζωής
κοριτσάκι που οι τυφλοπόντικες άνθρωποι
το λατρεύουν σαν θεότητα.
Εις το όνομά της με δέχονται.
Κάθομαι γύρω από το φως του κεριού.
Το κοριτσάκι, λέει, το βρήκαν μισοπεθαμένο
κακοποιημένο υπαρξιακά
απ' το φουστάνι του σέρνονταν δαίμονες
που θέλαν μερίδιο γονιμότητας.
Μια χούφτα παιδιά, αιώνες πριν,
την άρπαξαν απ' τα χέρια τους
σκάψανε το πάτωμα
ως τα θεμέλια της οικοδομής
ως τα θεμέλια του κόσμου
και μείνανε κρυμμένοι
επί γενεές γενεών
από μένα κι από σένα.
Τώρα ήρθε η δική μου σειρά
να αρπάξω απ' το χέρι
την μετενσάρκωση αυτού του κοριτσιού
που ζει μέσα μου
και να το σύρω στ' αποστειρωμένα υπόγεια
μην μολυνθεί απ' το μικρόβιο του ανθρώπου.
Το κερί έσβησε.
Οικονομία για να' χω κι αύριο λίγο φως.
Κλείνω τα μάτια.
Σ' αυτό το σκοτάδι
αγιοποιείσαι ή δαιμονίζεσαι.
Άνθρωπος δεν είσαι πια.
Βλέπει ο νους.
Διαβάζει και γράφει το παρόν και το μέλλον
στον τοίχο αυτής της σπηλιάς
γνωρίζοντας πως
όταν φτάσει ο άνθρωπος εδώ
θα καταστρέψει όλες τις ιστορίες και τις μνήμες
..κι όλα θα επαναληφθούν.
Ξυπνώ σαν από λιποθυμία υψηλού πυρετού
πάνω στο χαλί του σαλονιού
ένας συναγερμός ακούγεται απ' όλες τις οθόνες
"Ο κίνδυνος πέρασε.
Όσοι είσαστε ζωντανοί βγείτε από τις κρυψώνες σας."
Το μήνυμα επαναλαμβάνεται.
Μία φάρσα ακόμη..
Ποιος στέλνει το μήνυμα..?
Ποιος με περιμένει εκεί έξω..?