Μοιάζει με τιμωρία, μα πώς αλλιώς να ξεκινήσει παρά με απομόνωση; Μ’ εκείνη την επιλογή της αυτοεξορίας που σε αναγκάζει να αντιληφθείς τον εγκλεισμό σου μέσα σ’ αυτό το σώμα σου, που ταυτόχρονα σε ενώνει και σε χωρίζει απ’ το πλήθος;
Το πιο κρίσιμο, το πρώτο βήμα. Εκείνο της απομάκρυνσης. Ακολουθεί το δεύτερο και μετά ολόκληρη η μοναχική διαδρομή κι οι άνθρωποι γίνονται δέντρα και περνάς ανάμεσα, με το δάσος να θορυβεί δίχως να αρθρώνει κάτι συγκεκριμένο. Ακούς χιόνια, ακούς νέφος, ακούς βοή και μόνο αφού απομακρυνθείς αρκετά και αρχίσεις να εισέρχεσαι στο μεταβατικό κεφάλαιο της σιωπής, τότε αρχίζεις να διαβάζεις ήχους, να μελετάς τον εαυτό σου και όσο προχωράς μελετάς κομμάτια ανθρώπου κι έπειτα του κόσμου που άλλοτε βυθίζεται κι άλλοτε αναδύεται από τη στάχτη του.
Και αν σταθείς τυχερός (ή αρκετά παρατηρητικός, όπως ένα παιδί), μπορεί να φτάσεις στο κεφάλαιο που θα γράφεις για κείνα που ήθελες να διαβάσεις σαν παιδί και δεν σού τα εξιστόρησε ποτέ κανείς.