Είχα
ορκιστεί παραίτηση.
Αυτή η
δουλειά με φθείρει.
Εγώ καλλιεργώ
κι Αυτή με
τρώει.
Δε με θρέφει,
με
καταναλώνει.
Δεν με
αποζημιώνει,
με απομυζεί.
Σκουριάζουν
οι σιδερένιες αντοχές μου,
οξειδώνεται
η ανοξείδωτη παραγωγικότητά μου
και ο
Αφέντης ακονίζει το καμτσίκι του
στην Ανάγκη
μου.
Είχα
ορκιστεί παραίτηση.
Μέχρι που
εμφανίστηκε ο Ποιητής
και βάφτισε
Γυναίκα τη Δουλειά μου,
Χρόνο τον
Αφέντη μου,
και Θάνατο
την Παραίτηση…
Έτσι,
λέω να μείνω
μέσα στα
κάτεργα της συνωμοσίας
να γλυκαίνω
με ιδρώτα
τους Άγριους
Κόπους μου…
για μία
παράταση Ζωής ακόμα…