-Πώς διαπιστώνουμε την ευνοϊκή πολιτική του Κωνσταντίνου του
Ά προς τους
Χριστιανούς; επέμενε ο
καθηγητής.
Κουνώντας
το κεφάλι της με επίμονη άρνηση, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις του καθηγητή
ιστορίας μ’ ένα «Δεν ξέρω» στη νοηματική. Αυτός όφειλε να παραδώσει
βαθμολογία τριμήνου και επέμενε με μία επιφανειακή φιλευσπλαχνία, μήπως κι
αποσπάσει μία σωστή απάντηση από τη μαθήτρια για να μπορεί να δικαιολογήσει το
12 του ελέγχου. Τελικά κατέληξε στο 10. Βάση. Δεν είναι βάση. Είναι ο βατήρας
πάνω από έναν άγριο ωκεανό που από μεγάλο ύψος συνθλίβει αδίστακτα την 14χρονη,
η οποία αντέχει κι επιβιώνει, προς έκπληξη όλων, χωρίς να φωνάξει «βοήθεια». Οι
πραγματικοί υπερήρωες δεν χωράνε μέσα στα βιβλία ιστορίας, ούτε στα κόμικς,
μόνο στη ζωή.
«Προβληματική
Οικογένεια» είναι το πρώτο στοιχείο που συνοδεύει το μαθητικό φάκελό της.
Το πώς και το γιατί πάντα μένουν αναπάντητα ως το τέλος της ζωής. Άθελά του ο
άνθρωπος κολυμπά στην κοίτη του ποταμού που του αναλογεί. Οι βαθιές ψυχές
αντιστοιχούν σε αγριεμένα και απύθμενα ποτάμια. Η Χρυσούλα σμιλευόταν έτσι.
Άνθρωπος βαθιάς ψυχής και απύθμενης δύναμης, παρόλο που όλοι την σκιαγραφούσαν
ως ασθενική και εκ πεποιθήσεως ανάπηρη. Τα χέρια της είχαν μία ηθελημένη
ακινησία που την ενεργοποιούσε στο χώρο του σχολείου. Σαν να μην ήθελε ν’
αγγίξει τίποτε. Οι φωνητικές της χορδές σε μόνιμη αχρηστία. Ούτε η βαθιά ανάσα
της είχε, έστω, μία ελάχιστη χροιά φωνής. Ούτε στο σχολείο, ούτε στο σπίτι. Μία
προσποιητή βαρηκοΐα βόλευε την αδιαφορία που έδειχνε προς όλους και όλα.
Έμοιαζε μονίμως απούσα. Αθόρυβη και πού και πού διάφανη. Στο πρόσωπό της, όμως,
φορούσε δύο ανακριτικά μάτια. Όση αναπηρία υιοθετούσε στο υπόλοιπο κορμί της,
την αντιστάθμιζε με διείσδυση στα δυο της μάτια, που είχαν την υπομονή της
παρατήρησης, την ικανότητα συνδυαστικής καταγραφής και τη δύναμη της σιωπής.
Κανείς δεν τα ‘χε διαβάσει ποτέ.
Στο
σχόλασμα πάντα την ακολουθούσαν τ’ αδέσποτα σκυλιά που συχνάζουν στο
προαύλιο του σχολείου, περιμένοντας μία μπουκιά από το κολατσιό των παιδιών.
Σαν να την θεωρούν μία από την αγέλη. Δεν έχουν κι άδικο. Αν υπήρχαν αδέσποτα
παιδιά, η Χρυσούλα θα ήταν ένα από αυτά, ελλείψει ουσιαστικής επίβλεψης και
γονικής παρουσίας. Μεγάλωνε με τον υπερήλικο παππού –πόσο δύστροποι γίνονται οι
άνθρωποι σαν περνούν τα χρόνια!- που πιο πολύ χρειαζόταν την ανάγκη της, παρά
μπορούσε να τη βοηθήσει και έτσι ενηλικιώθηκε πριν καν μπει στην εφηβεία της. Οι
συνθήκες σε ενηλικιώνουν, όχι τα χρόνια. Κάποιες φορές, όταν το καθετί φάνταζε
δυσβάσταχτο, έσκαβε διέξοδο φυγής και συναντούσε όλα όσα της λείπουν κι όσα δε
γνώρισε ποτέ.
Έφευγε
χωρίς να ειδοποιήσει ποτέ κανέναν. Είτε από το σπίτι, είτε από το σχολείο. Έκλεινε
τα μάτια, άνοιγε το παράθυρο και το σκαγε, όπως το σκάνε τα όνειρα από το
φεγγίτη της ζωής, όταν η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για να τη ζεις.
Συναντούσε την παιδικότητά της, την μητέρα της και βουτούσε ολόκληρη σε μία ζωή
που δεν έζησε. Της μιλούσε ώρες και έπλαθε απαντήσεις στο διάλογο. Εκείνο το
απόγευμα της διηγήθηκε μ’ ένα παράπονο το περιστατικό με τον καθηγητή ιστορίας.
-Τι να του απαντούσα; Πες μου τι; Επέμενε στο
«Πώς διαπιστώνουμε την ευνοϊκή πολιτική του Κωνσταντίνου του Ά προς τους
Χριστιανούς;» Και ο αντίλαλος των λέξεων με στοίχειωσε «Ευνοϊκή πολιτική…..
Χριστιανούς… Χριστιανούς… Χριστιανούς….». Ο Κωνταντίνος ο Ά φέρθηκε
ευνοϊκά στους Χριστιανούς. Ήταν δεδομένο. Κι εγώ ήθελα απλά να του πω πως στην
δική μου ιστορία νιώθω ότι ο Θεός δε φέρθηκε καθόλου ευνοϊκά σε μένα. Με
ανέβασε σε ένα ψηλό βατήρα, πάνω από έναν ανθρωποφάγο ωκεανό και άφησε
τον άγριο άνεμο να με ρίξει με δύναμη στα κύματα. Πάλεψα πολύ να
επιβιώσω. Παλεύω ακόμη. Και εκεί που έμαθα να ανασαίνω και κάτω από το νερό, να
γίνομαι αμφίβιο, εμφανίστηκες εσύ κύριε καθηγητά, σαν ψαράς με αγκίστρι.
Κάρφωσες ένα δόλωμα στην άκρη και το πλησίασες στο πεινασμένο στόμα μου, στην
πεινασμένη για ανθρωπιά ψυχή μου. Όταν ήμουν πιο μικρή είχα διακρίνει στον
δάσκαλό του δημοτικού κάποια χαρακτηριστικά που έχουν οι γονείς και οι
κηδεμόνες. Αληθινό ενδιαφέρον, επιμονή, υπομονή, αφοσίωση. Στο γυμνάσιο
οι καθηγητές, απρόσωποι, είναι απλά καλοί στη δουλειά τους. Ο μαθηματικός
διδάσκει μαθηματικά. Ο φιλόλογος αρχαία, ιστορία. Ο φυσικός φυσική κτλ. Δεν το
δαγκώνω το δόλωμα της επιφανειακής φιλευσπλαχνίας πια! Δεν το δαγκώνω. Προτιμώ
να μείνω στην ίδια τάξη. Δεν θέλω άλλη φιλανθρωπία που διαρκεί 5 λεπτά
από την ώρα της εξέτασης. Έχω ανάγκη από έναν άνθρωπο. Ακούτε; Ουρλιάζω, μα δεν
μ’ ακούει κανείς. Και σκέφτομαι μήπως εσείς είστε ανάπηροι, κουφοί, ανίκανοι
και βολεμένοι άνθρωποι που βγάζετε το μεροκάματο πάνω στο δύσκολο πάζλ της
ψυχής μου. Εγώ είμαι εδώ, παλεύω κι αντέχω μέρα με τη μέρα. Και γράφω ιστορία.
Δεν διαβάζω. Γράφω. Ηθελημένα ή μη.
Ο φεγγίτης
έκλεισε. Το όνειρο επέστρεψε στο δωμάτιο. Η Χρυσούλα εξαντλημένη από την
εξομολόγηση -πάντα κουράζουν οι σκληρές αλήθειες- αποκοιμήθηκε. Το όνειρο ζωής
πάντα επέστρεφε στον ύπνο της. Μητρική αγκαλιά. Τίποτε άλλο. Αυτό μόνο.
Το επόμενο
πρωί, πάλι σχολείο. Σ’ αυτήν κοινωνία, σ’ αυτήν την τάξη δε χωρούν ΑΜΕΑ. Η
Χρυσούλα το ήξερε καλά. Δεν είναι ρατσισμός. Απλά οι καθηγητές δεν είναι
εξειδικευμένοι να προσφέρουν εκπαίδευση σε βουβά και κακοποιημένα από τη
πραγματικότητα παιδιά με φλύαρη ψυχή. Η βουβή μαθήτρια χαριστικά προβιβάζεται
από τάξη σε τάξη, χωρίς ποτέ να εξετάσει κανείς γιατί δεν μπορεί να μιλήσει.
Γράφει όμως. Πού και πού άρει την ακινησία των χεριών της και συμπληρώνει
κάποιες απαντήσεις στα διαγωνίσματα, κυρίως της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Πέρσι, στην Ά γυμνασίου, μέσα σε μία διασταύρωση κειμένων και ζωής γνώρισε τον
Κωνσταντή της Λίτσας Ψαραύτη. Ένιωσε πως μοιάζουν. Οι άνθρωποι που έχουν
κοινές συναισθηματικές εμπειρίες έλκονται. Είχε κι αυτή ένα χέρι βιοπαλαιστή
απλωμένο κι ας μην το έβλεπε κανείς. Σ’ αυτό το διαγώνισμα εξέπληξε τους
πάντες. Απάντησε, αν και λιτά, με ακρίβεια κι ευστοχία σε όλες τις ερωτήσεις.
Στη Συνέλευση
των καθηγητών για κείνο το τρίμηνο θίχτηκε το θέμα της, μα του αφιερώθηκε ένα
δεκάλεπτο, όσο αναλογούσε σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπου οι καθηγητές
περιορίζονταν σε διαπιστώσεις, νιώθοντας ανίκανοι να προσφέρουν κάτι παραπάνω,
εξάλλου όπως έλεγαν «Δεν είμαστε ψυχολόγοι, ούτε κοινωνικοί λειτουργοί. Αν μία
λάθος προσέγγιση προξενήσει περισσότερο κακό στην ψυχολογία της μαθήτριας, τότε
ποιος θα αναλάβει την ευθύνη;». Ήταν δύσκολη περίοδος για ευθύνες. Όπως είναι
πάντα. Υπήρχε πλέον και το καθεστώς της αξιολόγησης, όπου ο καθένας πάλευε να
είναι άριστος σε ό,τι του αναλογεί και ταυτόχρονα να μην αναλαμβάνει ό,τι
μπορεί ν’ αποφύγει. Έτσι σ’ ολόκληρη την σχολική κοινότητα, σ’ ολόκληρη την
κλειστή κοινωνία της επαρχιακής πόλης, σ’ ολόκληρο τον κόσμο -όπως φαινόταν στα
μάτια της μικρής- δεν υπήρχε κανείς που να αναλάβει την ευθύνη της.
Την επόμενη
μέρα παρακάλεσε την Διευθύντρια να της δώσει τον έλεγχο προόδου γιατί ο παππούς
ήταν αδύνατο να βγει από το σπίτι. Η Διευθύντρια ανταποκρίθηκε. Δεκέμβρης. Τα
χέρια της ήταν παγωμένα.11 3/16. Χωρίς να πει κουβέντα, 11 3/16. Μοιάζει με
υποθερμική θερμοκρασία ενός παιδιού σε χειμέρια νάρκη. Μειδίασε.
Εκείνο το
βράδυ έκλεινε ένα χρόνο επίσημης καταγραφής. Αποφάσισε να κάνει απολογισμό.
Έβγαλε πάνω στο κρεβάτι της τις σημειώσεις που αφορούσαν τη συμπεριφορά όλων
των ενηλίκων που εμφανίζονταν, έστω και σποραδικά, στη ζωή της. Τους
αρχειοθέτησε, τους ομαδοποίησε, τους μελέτησε. Κανείς δεν κατείχε ικανότητες
επίλυσης δύσκολων προβλημάτων ζωής. Τους απέρριψε όλους, έναν έναν. Πήγε να
βουρκώσει, μα συγκρατήθηκε. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη.
Η μοναχικότητά της προσωποποιημένη καθόταν οκλαδόν στο κιλίμι. Απευθύνθηκε στον
εαυτό της:
«Είμαστε μόνες. Εγώ έχω εσένα κι εσύ εμένα. Η
μόνη μας διέξοδος είναι να σε υιοθετήσω και να με υιοθετήσεις. Αν δέχεσαι
κλείσε μου το μάτι.»
Το είδωλο
ανταποκρίθηκε.
«Είμαστε ομάδα και θα δώσουμε όρκο απόψε:
Θα κοιτάμε πιο ψηλά από τα σκυμμένα κεφάλια των
ανθρώπων και δεν θα σκύψουμε ποτέ το δικό μας. Θα κοιτάμε πιο πέρα από τους
βαθμούς αξιολόγησης των καθηγητών, που δεν ξέρουν να αξιολογούν την αντοχή και
την δύναμη του ανθρώπου. Θα κοιτάμε μέσα στο κάθε πρόβλημα, να βρούμε τί θέλει
να μας διδάξει. Θα κοιτάμε η μία την άλλη στα μάτια και θα μιλάμε με σιωπή,
μέχρι να βρεθεί ένας άνθρωπος να μπορέσει να μας καταλάβει.»
Τέντωσε το
χέρι της στο καθρέφτη για χειραψία συμφωνίας. Το είδωλο ανταποκρίθηκε. Του
έδειξε και τον έλεγχο προόδου. Ανάποδα καθρεφτίστηκε ο βαθμός. Ενεργοποίησε τη
δυσλεκτική της όραση. Τα νούμερα χόρεψαν μπροστά της, έκαναν
στροφή: 16 3/11.
Ήδη έκανε
μία σημαντική πρόοδο. Έμαθε πως ο Θεός, η Μητέρα κι ο Δάσκαλος κρύβονται μέσα
μας, εκεί βαθιά που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πλέον να ψάχνουν.
Είχε
αφομοιώσει το πρώτο της μάθημα…