Ναυτία κι ένα άγριο, αλμυρό φωνήεν σερβιρισμένο στο πιάτο μου. Πεινάω, μα δεν μπορώ να καταπιώ τίποτα. Μία αντίφαση διχάζει το σώμα μου. Πολλές αδιέξοδες διασταυρώσεις κατακερματίζουν το μυαλό μου. Κουνάει πολύ σ' αυτό το κατάστρωμα. Καταστρώνω σχέδιο. Ο άνεμος μού σκίζει τα χαρτιά. Α3 εκτυπώσεις του μυαλού μου, σκουπιδάκια στο μάτι του κυκλώνα. Ο κόσμος γυρίζει τα πάνω κάτω του. Αιωρούμενα αντικείμενα. Με παίρνουν τα σκάγια. Δε σκοτώνομαι. Πληγώνεται η καρδιά μου, η συνείδησή μου, η δικαιοσύνη μου. Τραυματίζεται η κρίση μου, η ευαισθησία μου, η πυγμή μου, το αγγελάκι κι ο διάβολός μου, μα δε σκοτώνομαι. Υψωμένη σημαία στέκομαι, έστω και μεσίστια, στο κατάρτι της Ζωής μου και κοροϊδεύω τον άνεμο, που τόσα και τόσα χρόνια φυσά λυσσασμένος και ακόμη δεν μου έχει καταφέρει θάνατο.
Οι οθόνες, πανιά σκισμένα. Τα μισά προβάλλουν τα ερείπια του κόσμου κάτω από τον προβολέα της Σελήνης. Τα άλλα μισά διαφημίζουν τη ζωή που ονειρευόμαστε. Ανάμεσα, στο κενό, αιωρείται η ερώτηση αν θα προλάβουμε να ζήσουμε τελικά. "Ζούμε ήδη" λένε οι υπότιτλοι και ένας Οδυσσέας από το βάθος του ταλαιπωρημένου πλάνου φωνάζει, μα ακούγεται ψιθυριστά "Ο προορισμός είναι το ταξίδι".
Ζούμε δηλαδή;
Ζούμε αιμορραγώντας στο κέντρο της αρένας;
Μέσα στην τόση αυθαιρεσία, είμαστε ζωντανοί;
Αυτό είναι η ζωή;
Και γιατί έχω ναυτία; Γιατί δε μου αρέσει πια το φαγητό; Γιατί τα σχέδιά μου εγκλωβίζονται στα σενάρια του μυαλού μου; Γιατί συνεχίζω να γράφω κι εσύ να διαβάζεις; Γιατί ο εχθρός με κλειδώνει όλο και πιο βαθιά μέσα μου; Και ποιος είναι ο εχθρός; Και γιατί τόσο καιρό που σκάβω δεν έχω βγει ακόμη στον ήλιο; Ποιος απήγαγε τον ήλιο; Γιατί κουνάει τόσο μέσα μου; Γιατί αγριεύει η θάλασσα; Γιατί η φάλαινα, που είναι υπό εξαφάνιση και υπό προστασία, χαράζει τον εαυτό της τα χέρια των παιδιών; Γιατί τα ψηλά κτίρια αντί για κεραίες έχουν αγχόνες στις στέγες τους;
Μη με ρωτάς πολλά. Ναυτία. Ζαλίζομαι και λιποθυμώ μέσα στα χέρια μου. Λιποθυμώ. Δεν πεθαίνω.
Ζω, δηλαδή.
Ακόμη και πάντα ζω.
Ηλεκτροσόκ. Επανέρχομαι.
Το συνφ αυτής της παγκόσμιας ηλεκτρολογικής εγκατάστασης χρειάζεται διόρθωση. Τεντώνω τις παλάμες μου. Οπλισμοί ενός πυκνωτή. Αυξάνω τις γεωμετρικές μου διαστάσεις. Απαιτώ μεγάλη χωρητικότητα Εαυτού. Προσαρμόζω την Ενέργειά μου στην άεργο ισχύ αυτού του κόσμου. Πολλαπλά τα σύνθετα φορτία. Βγείτε όλοι από την πρίζα. Ο θεός υπερχρεώνει τις άσκοπες καταναλώσεις. Τόση άσκοπη πληροφορία. Τόση αχρησιμοποίητη γνώση. Ο θεός, διαχειριστής της Παγκόσμιας Ενέργειας, θυμώνει. Δεν αρκώ μόνη μου. Απαιτείται συστοιχία πυκνωτών. Τοποθετηθείτε όλοι κατάλληλα. Αθροιστείτε και συνδεθείτε παράλληλα στο γιγάντιο φορτίο.
Ποιος σχεδίασε αυτή την εγκατάσταση;
Ποιος μελέτησε αυτή την αντιστάθμιση;
Ποιος υλοποιεί τα σενάρια αυτού του κόσμου;
Αποτύχαμε, κύριοι.
Αδειάστε τους πυκνωτές σας.
Αδειάστε το μυαλό σας.
Αδειάστε τη θάλασσα σ' ένα ποτήρι να στεγνώσει η γη. Να πάψει αυτή η ναυτία. Να σωπάσουν τα φωνήεντα, οι ανάσες και να βουβαθούν οι αναγνώσεις.
Διαβάσαμε ιστορία.
Και λοιπόν;
Δεν προκάμαμε να σώσουμε τίποτα. Η άεργος ισχύς αυτού του κόσμου αυξάνει διαρκώς.
Δουλεύω χωρίς να παράγω τίποτα.
Δουλεύεις χωρίς να πληρώνεσαι.
Δε δουλεύεις, δεν παράγεις, δεν πληρώνεσαι, δεν υπάρχει γόνιμη ανατροφοδότηση, κάτι έσπασε και δεν υπάρχει στα μητρώα ο Ιδανικός Επιστήμονας που μπορεί να διορθώσει τη βλάβη.
Να προσμένουμε τον Προφήτη;
Ο Λιαντίνης τον παγίδευσε στη Γκέμμα, δε θα 'ρθει.
Και είμαστε μόνοι λοιπόν;
Μόνοι και ζωντανοί.
Σχεδόν δεν μάς λείπει τίποτα.
Τί περιμένεις λοιπόν;
Ναι, "Ο προορισμός είναι το ταξίδι", μα όχι αυτό το ταξίδι που οι άλλοι προσχεδίασαν για μάς. Το ταξίδι που σχεδιάζουμε χρόνια στη θάλασσα όπου καμία φάλαινα και κανένα παιδί δεν απειλείται.
Τεντώνω τα χέρια ψηλά. Παίρνω φόρα απ' το κατάστρωμα και βουτάω. Ψάρι γίνομαι. Αφήνω πίσω δεμένους στο ιστίο τους ανθρώπους. Ας ξεκινήσει ο κόσμος πάλι από την αρχή. Υδρόβιος. Ψάρι γίνομαι. Γεννώ εκατομμύρια αυγά. Πνίγω το βυθό με τα όνειρά μου και το νέο μου αλφάβητο οι φυσαλίδες που σκάνε στην επιφάνεια του κόσμου σας.