Ο ύπνος μικραίνει
κι όσο μικραίνει βαθαίνει
απρόσμενα.
Μικρή τον απολάμβανα
όπως τη λογοτεχνία.
Ζούσα πολλαπλάσια ζωής
στο κάθε όνειρο
κι όλο σκαρφάλωνα στα δέντρα
που στην πραγματική ζωή
είχαν κοπεί επιμελώς.
Τα δέντρα εξακολουθούν κομμένα
μα τώρα ξυπνώ νωρίς.
Τοποθετώ το σώμα στο πράσινο χαλί
και δουλεύω με πραγματικότητες.
Τεντώνομαι ακανόνιστα
ύλη μου και επιθυμία.
Μία σπίθα με σκαρφαλώνει
από τους αστραγάλους ως τον κρόταφο
λες και εκεί κάτω στην πατούσα
γεννιέται το Θέλω.
Με καίει όπου πατήσει
μα όσο κι αν πονούν τα εγκαύματα
τ' αφομοιώνω
όπως το δάσος την πυρκαγιά του.
Έξω από το όνειρο
χωρίς λογοτεχνία
με εκείνη την επίγνωση
του πόνου στις πληγές
που μαρτυρά ότι ζήσαμε
πριν πεθάνουμε στο όνειρο
και πριν σκοτώσουμε τη λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου