Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η ευθύνη..

~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.




Τα βράδια ο μπόγιας μαζεύει τις αδέσποτες φωνές σ' ένα ενυδρείο δακρύων. Τις βουτάει στην άλμη και φιμώνει με το κάψιμο τους λαιμούς των άναρχων τραγουδιών. Διασφαλίζει κοινή ησυχία. Τα παιδιά γουρλώνουν τα μάτια σαν στόματα. Λες και οι κόρες των ματιών ζωντανεύουν και συνεχίζουν το έργο των πνιγμένων φωνηέντων. Σε κοιτώ με φωνήεντα. Δεν είναι πως μιλώ. Μουρμουρίζω σαν γάτα που κλαίει παράπονα του κόσμου. Κλαίω και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε. Βγαίνω από τη σελίδα της βιογραφίας μου και βαδίζω πίσω. Επιστρέφω. Γυρίζω. Μηδενίζω το ταξίδι.

Σιχάθηκα τις λεωφόρους. Αχόρταγα στόματα που καταπίνουν πολυκοσμίες. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Στο χωριό. Στην μήτρα της μάνας μου. Δεν έχει χειρόφρενο ο εαυτός, ούτε όπισθεν. Γύρισα πλάτη. Σφυρίζουν τ' αυτιά μου, οι σειρήνες, ο ιμάντας του αυτοκινήτου που παράτησα - στην εγκατάλειψη και τ' άψυχα αποκτούν ψυχή και παράπονα. Δε συγκινούμαι. Αυτό με τρομάζει περισσότερο. Δε συγκινούμαι. Κοιτάζω διαγώνια τον τροχονόμο και προσπερνώ το σήμα του, τον κόμβο εξόδου της παράκαμψης, το σημείο γέννας και θανάτου και συνεχίζω. 

Μου κολλά την κλήση στην πλάτη, όπως τόσα χρόνια μου κολλούσαν στην πλάτη επικροτήσεις οι κόλακες. Τα πλήρωσα όλα. Κλήσεις και επικροτήσεις. Οι δεύτερες κροτίδες, σκάγαν ως προειδοποιήσεις σαν έφτανε η προθεσμία πληρωμής τους. Τα πλήρωσα όλα με νομίσματα φωνηέντων. Εκείνα τ' ακριβά, που στο νομισματοκοπείο της ψυχής μετρούν διπλάσια από το βάρος τους, ζυγισμένο στις παλάμες της μοναξιάς. Αυτή τη φορά σκίζω το πρόστιμο. Θα ‘χουν να λαμβάνουν. Συνεχίζω.

Από το παράθυρο της επιστροφής μου βλέπω πρόσωπα άχρωμα εγκλωβισμένα, δυστυχή. Απεχθάνομαι το μποτιλιάρισμα. Φάτσες οδηγών αποκρουστικής αποσύνθεσης. Μυρίζει ψοφίμι. Μυρίζει νεκροταφείο. Ανάβω το καντήλι στο εκκλησάκι στο πλάι του δρόμου. Κατεβαίνουν κάποιοι άγγελοι από τον παράδεισο. Στρώνουν τραπέζι. Κάθομαι ξελιγωμένη από το βουβό κλάμα και τον αποπροσανατολισμό. Μου δίνουν κατάλογο να διαλέξω. Όλα σε τιμές χαμένων ονείρων. Δύσκολο μενού. Ορεκτικό ενθουσιασμού, τιμή δύο ονείρων η αυτοκτονία. Κυρίως πιάτο καταξίωσης, τιμή πέντε παιδικών ονείρων η θυσία. Δεν πεινώ πια. Θέλω να εξαργυρώσω τα όνειρα. Οι άγγελοι αρνούνται. Δεν έχεις δικαίωμα αναίρεσης. Δεν είναι computer-game η Ζωή. Δεν πιστεύω σε οπτασίες, είπα, και τ' όραμα χάθηκε αυτοστιγμεί. Η λεωφόρος όχι. Το μποτιλιάρισμα όχι. Η απόγνωση όχι. Μόνο το όραμα. Συνεχίζω.

Επιβραδύνω ως την ακινησία. Ακίνητη και πεινασμένη. Βουβή μπρος στα τζάμια των σταματημένων στο φανάρι αυτοκινήτων. Σταματώ τη Ζωή μου. Τα χέρια ξέρουν να υπηρετούν τον ζητιάνο εαυτό. Απλώνονται. Επαιτούν. Τα κόβω. Απλώνονται λυτρωτικά τα μανίκια μου. Οι οδηγοί συγκινούνται αδιάφορα. Μου δίνουν κέρματα. Ζητώ σύμφωνα για τα φωνήεντά μου. Μου δίνουν κέρματα και αδιαφορία. Σωριάζομαι στο πλάι. Στρέφονται κάποια κεφάλια προς παρατήρηση. Ανάβει πράσινο. Πρώτη. Γκάζι. Επιτάχυνση. Συνεχίζουν.

Τρέχουν στις λεωφόρους οι ανθρώποι, τ' αμάξια τους, υδρογόΝου πια, τα ωράριά τους, τα σπερματοζωάρια της αναπαραγωγής, τα χρόνια, οι ζωές. Βγάζω ρίζες έτσι ξεχασμένη. Ρουφώ νερό από το χώμα. Συνέρχομαι. Συνεχίζω.

Ανταμώνω τον παιδικό μου εαυτό. Με πιάνω από το χέρι στην διασταύρωση Αλήθειας και Παραίσθησης. Τι κρύο χεράκι! Αυτό το πιτσιρίκι πεινά πιο πολύ από μένα. Το παιδί πρέπει να κλάψει για να το ταΐσει η μάνα. Ακούγεται  ένα κλάμα βουβό, μα δεν ξέρω αν είμαι το παιδί που κλαίει ή η μάνα που πρέπει να το ταΐσει. Με παίρνω αγκαλιά. Συνεχίζω…

Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.
Επιβραδύνω ως την ακινησία και περπατώ με τα μάτια ως το τέλος του δρόμου που τέλος δεν έχει…

Δεν υπάρχω ούτε εγώ, απαντώ…









Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

~Μονόδρομος~




Μην χτυπάς το τζάμι
είναι εύθραυστα τα βλέμματα
κι αν σπάσουν οι γυάλινοι τοίχοι
δε μου μένει άλλη σωτηρία
από το να σε τραβήξω
στον πνιγμό μου....



Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

...Club...



Η Φωτογραφία εκλάπη από εδώ:
http://www.walltowatch.com/view/32332/Surreal+Portraits

Η ανεξαρτησία σου μίας σφραγίδας η κοροϊδία.
Join the Club.
Πρέπει κάπου να ανήκεις
να 'χεις τους υποστηριχτές σου
να μετράς ως μονάδα που αθροίζεται
να κάνεις παρέα με Άσσους
να ενισχύεις τα μηδενικά σου.
Μετράς, Φίλε μου.
Μετράς.
1.000.000
και δύο και τρία.
Απλώνεις χαρτονομίσματα εαυτού στο χαλί
στις σκάλες πολυώροφης νύχτας
ως το ρετιρέ της έρπουσας αναρρίχησης
και των σχέσεων υψηλής ραπτικής.
Όλα τα κουστούμια στα μέτρα σου.
Αγκαλιές κι αλληλεγγύη εσωστρέφειας
δωρεάν ποτό για τα μέλη
παροχές όλων των απολαύσεων 
εντός ειδικού τιμοκαταλόγου.
Σφράγισαν την κάρτα μέλους σου
με σάλιο και οινόπνευμα.
Καναπές συνεντεύξεων.
Καθίστε.
Πείτε μας για σας.
Στην πρώτη ανάσα σε κόβουν.
Φτάνει!...  πολλά είπατε.
Μιας κι έμεινε το στόμα σου ανοιχτό
δοκιμάζεις άνευ δικαιώματος άρνησης
καναπεδάκι με σως σεβασμού ιεραρχίας.
Πεινάς για περιποίηση.
Τρως το παραμύθι
γλείφεις και το χέρι που σερβίρει.
Αυτόν που σε ταΐζει να τον φοβάσαι, έλεγε η γιαγιά.
Μα για να υψωθείς κατακόρυφα
έκοψες τις ρίζες σου.
Τα ορφανά μαζεύονται στο Club
υιοθετούνται από μαγείρους
μαθαίνουν να σερβίρουν και να σερβίρονται.
Σ' αυτό το στέκι 
το νοστιμότερο Club Sandwich 
είσαι Εσύ.
Φιλετάκι με σφραγίδα προέλευσης
που ανανεώνει την κάρτα μέλους
με όρκους καλής συνεργασίας 
με τον Chef.
Μπήκες στο Club, Φίλε μου.
Ζυγίζεσαι και μετράς.



Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Μετακόμιση




Έχω καιρό ν' απομακρυνθώ
από αυτό το νοίκι,
από αυτό τον δρόμο.
Παραγνωρίστηκα με τους γείτονες
και τ' αδέσποτα της πόλης.
Ενταφιάστηκα στα υπόγεια καφέ
και στην νεκρή αγορά.
Στοιχειώθηκα απ' τους νεκρούς της
και κυνηγήθηκα από τους εθνικούς της ήρωες.
Ο λαχειοπώλης με ξέρει με το μικρό μου,
δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά
κι όλο μού πουλά χάρτινη τύχη,
από χέρι καμμένη.
Διασχίζω τα στενά τυφλή
και θυμάμαι την κάθε λακκούβα
την κάθε ρωγμή.
Δεν πέφτω.
Θέ μου, δεν πέφτω!
Μια επίπεδη πολιτεία αυτή η πατρίδα.
Επίπεδη και βασανιστικά ίδια.
Κλέβω χαρτοκούτια απ' το μεταναστευτικό πολυκατάστημα.
Τα γεμίζω σερβίτσια και σκεπάσματα,
βιβλία κι εξιστορήσεις,
μοναξιές και προσποιήσεις.
Φορτώνω το άρμα μου τ' αποκριάτικο
και κάνω παρέλαση τη Ζωή μου
μπρος στα μάτια σας.
Απομακρύνομαι με τη φωνή στη διαπασών
αφήνοντάς σας ενθύμιο το άδειο σώμα μου
που πάντα ήξερε να παίζει καλά το σωματοφύλακα
στις ευαισθησίες και στις μοναξιές μου...
Κατευθύνομαι σε ναρκοπέδια απαγορευμένης περιοχής
Εαυτού
και ξέρω πως σε ένα λεπτό θα μ' έχετε κιόλας ξεχάσει
κρεμώντας στο σπίτι και στο σώμα μου
ένα φρέσκο Ενοικιάζεται.


Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Μελλοθάνατη



Δεν υπήρχε το δωμάτιο
ούτε το σώμα μου
ούτε το κτίριο
ούτε η πλατεία
ένα κρεβάτι μόνο
σανίδα σωτηρίας
σ' ένα ωκεάνιο ναυάγιο Εαυτού
και δεν είχα φωνή για βοήθεια
ούτε ανάσα
ούτε χρόνο
ούτε δεύτερη ευκαιρία
έναν θάνατο μόνο
σανίδα σωτηρίας
σε μία αυτοκτονική πραγματικότητα
και δεν σκέφτηκα
δεν αργοπόρησα
δεν μετάνιωσα
δεν πόνεσα καθόλου.

Ξήλωνα το δέρμα μου
για να σε ντύσω 
κι έμενα με φλέβες γυμνές
εκτεθειμένη στη ζέστη μιας αγκαλιάς
που εξάτμιζε τον ενεστώτα μου
κι ολόκληρη γινόμουν
το παρελθόν μιας νύχτας
που μελλοθάνατη
έριχνε άγκυρα στα μάτια σου.

Δεν υπήρξα ποτέ
-έτσι-
Κι αν κάτι τάραξε τα νερά της Ανυπαρξίας μου
ήταν η Επιθυμία μου να σε χωρέσω 
στα Ποιήματα
που γεννούν τους αυριανούς Εαυτούς μου
με τους οποίους θα ρθω ξανά
να σου συστηθώ από την Αρχή
μία αμετανόητα μελλοθάνατη
που ρίχνει ναυάγια στα μάτια σου...



Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Σεισμός



Μουδιάζω μονομερώς. Ημισφαιρικά. Με το ένα πόδι πέφτω, με το άλλο σηκώνομαι. Τρέμει πάλι η Γης. Τ' αριστερά μου όλα παράλυτα. Κι ο κόσμος, ο Δυτικός, επίσης. Όπως κοιτώ τον παγκόσμιο χάρτη, η δύση τρία κλικ αριστερά στα ερτζιανά παίζει εμβατήρια δονήσεων σε ένα οδόστρωμα σκληρών FM. Ο δρόμος γεμάτος ρωγμές. Περνώντας το σύνορο, αλλάζεις συχνότητα Ζωής. Mappet Show. Ανάμεσα στα γέλια του στημένου κοινού οι συνωμοσίες ανταλλάσσουν τα μυστικά τους. Στήνω αυτί  και καθώς πιάνω συλλαβές, θόρυβος, παράσιτα, χιόνια. Χάνεται το σήμα. Insert coin. Ο αποκωδικοποιητής θέλει μερίδιο για να ομολογήσει. Ανάλογα με το τί ρίχνεις στη σχισμή του, σού μαρτυρά μικρά ή μεγάλα, ουσιώδη ή ανούσια μυστικά. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Καθαρός και τίμιος νόμος, Φίλε μου, αρκεί να 'χεις να πληρώνεις.

Στήνω αυτί. Η βοή του σεισμού γράφει ιστορία, μα η γραμματέας είναι πάλι απασχολημένη με τα πρακτικά της Βουλής. Γράφει νυχτοκάματα. Μένει σε  μένα να κρατήσω τα πρακτικά του σεισμού...ή ας πω καλύτερα "τ' απομνημονεύματά του". Απ' τον Μακρυγιάννη είχε να περάσει τέτοιο Αρσενικό από τη χώρα. Αν πίστευα στη μετενσάρκωση των έμψυχων στ' άψυχα, θα 'λεγα πως ο Σεισμός είναι ο Μακρυγιάννης αυτοπροσώπως. Ξεκίνησε περιοδεία αφύπνισης από την Κεφαλλονιά και οσονούπω έρχεται στα μέρη μας. Ξέρω, νιώθεις ασφαλής. Έτσι πρέπει. Τόσα  μαθήματα διδάχθηκες στο σχολείο για να νιώθεις ασφαλής, όσα ρίχτερ κι αν συγκλονίζουν τον κόσμο. Πήρες μέρος σε τόσες ασκήσεις αντισεισμικής προστασίας! Είσαι σίγουρος πως θα επιβιώσεις. Στις μεγάλες δονήσεις κρύψου κάτω από το θρανίο. Μόλις ηρεμήσει η κατάσταση βγες με πειθαρχία έξω από το κτίριο. Μετά θα σε αναλάβει ο θεός. Κράτος δεν υπάρχει. Αν παραιτηθείς στη μοίρα σου, ο Μακρυγιάννης θα ξαναχτυπήσει τρεις, συνθηματικά. Το 'χε υπονοήσει στα απομνημονεύματά του πως θα ξανάρθει..ή καλύτερα πως δε θα  μας εγκαταλείψει ποτέ. Να τος λοιπόν. Άντρας που κράτησε την υπόσχεσή του. Ήρθε...με λοκατζίδικη αμφίεση, να  μην τον πάρουν χαμπάρι και του δώσουν κώνειο...μην τον πάρουν χαμπάρι και τον φυλακίσουν ως Ταραξία. Μα χωρίς Ταραχή  και Δόνηση, δεν ξυπνά αυτή η ωραία κοιμωμένη. Ένα δωμάτιο η πλάνη της. Ένα κελί η ελευθερία της. Ένα ηλεκτρισμένο συρματόπλεγμα η συνείδησή της. Ο Φιλιππίδης πήδηξε τα κάγκελα του Κορυδαλλού πριν εισέλθει εντός. Γιατί τόσος ντόρος, θα μου πεις... Παράνομος Εραστής! Απλώς απλώθηκε λίγο παραπάνω και συνουσιάστηκε με περισσότερους απ'όσο επιτρέπει το πολιτικό Γάμα Σούτρα!... Χαρά στο πράμα! Κοίτα γύρω. Γέμισε γκόμενους η όμορφη γειτονιά, που χαριεντίζονται με την πλούσια πάρτη τους στον καθρέφτη και πού και πού απλώνουν το χέρι στην οθόνη και χαϊδεύουν πισινούς πολυτελείας, γλείφουν μετά τα δάχτυλα,  μπας και γονιμοποιηθεί η ονείρωξη. Η Ωραία Κοιμωμένη ακόμη στον ύπνο τον βαθύ... και σαν ταραχθεί λιγάκι ο ύπνος της, σφίγγει δυνατά τα βλέφαρα να την ξαναπάρει ο ύπνος, με το ζόρι. Σαν κακοποιημένο παιδί, που θέλει να γλιτώσει από τον Εφιάλτη. Μα ο Εφιάλτης κλωνοποιήθηκε και βάφτισε Θερμοπύλες όλα τα σημεία του ορίζοντα. Σας έδωσε στεγνά. Πουληθήκατε επιτυχώς. Εγώ κρατώ τα πρακτικά του σεισμού, εγώ και τα πρακτικά της αγοραπωλησίας.

Ο νέος Ιδιοκτήτης δεν έδειξε ακόμη το πρόσωπό του. Πίσω από ένα πολυτελές παραβάν απολαμβάνει νοερό ταξίδι στο σεληνιακό του οικόπεδο. Έπειτα θα περάσει το καλοκαίρι του με κρουαζιέρες στα ιδιωτικά ελληνικά νησιά του. Τότε θα απαγορεύονται δια Νόμου οι σεισμοί. Γιατί άλλο να γκρεμίζονται σπίτια μικρομεσαίων πολιτών και άλλο επαύλεις και υπερσύγχρονα ξενοδοχιακά συγκροτήματα. Τότε θα επιβεβαιωθεί επακριβώς ποιος είναι ο τάφος του Μακρυγιάννη και θα σφραγισθεί με θωρακισμένη ταφόπλακα, θα περιφραχθεί με κάγκελα αδιάρρηκτης αντοχής  και θα φυλάσσεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως από την ειδικά εκπαιδευμένη Προεδρική Φρουρά, μην και το σκάσει πάλι ο Ταραξίας και συναντηθεί με τον Γέρο του Μοριά, να συνάψουν συνωμοσία Νέας Απελευθέρωσης της Χώρας.

Η γραμματέας της Βουλής καταγράφει με μεταμεσονύχτιες υπερωρίες:

Ψηφίζεται ομόφωνα η Απαγόρευση σεισμικών δονήσεων που θέτουν σε κίνδυνο τα θεμέλια της Νέας Ελλάδας. 

Οι Άρχοντες της Χώρας ολοκλήρωσαν τις διαδικασίες που προέβλεπε η έκτακτη συνεδρίαση. Κατάργησαν τους Σεισμούς και τις Δονήσεις και με γλυκιά, τρυφερή εκμαυλιστική χροιά απευθύνονται δια στόματος Προέδρου στην Γραμματέα:

-Γλυκό και υπομονετικό μου Κορίτσι, μπορείς να αποσυρθείς κι εσύ στα διαμερίσματά σου για να πέσεις σε ύπνον βαθύν, συνοδεύοντας την υπόλοιπη Ελλάδα που ξενυχτά μπροστά στις οθόνες, βαθιά κοιμωμένη, κάτω από τα βελούδινα σκεπάσματα του πιο καλοπλεγμένου ιστού λούτρινου νανουρίσματος. Μην κλείσεις την πόρτα σου. Εμείς θα σε προσέχουμε,  καθώς θα κοιμάσαι. Αρκεί μόνο να κοιμάσαι!
-------------------------------------------------------

σσσσσσττττττττ.....
Στήνω αυτί.
Η Βοή του Σεισμού γράφει Ιστορία.




Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Σ{τ}υνουσία



Έντυσε τις καρέκλες με φορέματα,
φόρεσε στους τοίχους γραβάτες
και χαμήλωσε τα φώτα.
Διπλοκλείδωσε τα παιδικά δωμάτια
να προφυλάξει τα λούτρινα, τ' αθώα.
Το γραφείο άρχισε να τρίζει
και το πάτωμα να υποχωρεί.
Έβαλε το κλειδί στην έξοδο
και άφησε τα έπιπλα να συνουσιάζονται στο σαλόνι,
καθώς η τηλεόραση αναμεταδίδει
πολιτικές ειδήσεις σεξουαλικών οργίων.


Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Οικείοι και Ξένοι...




Απ' τον παράδρομο έρχονται οι οικείοι
εκείνοι που ξέρουν την περιοχή καλά
κι όταν βρίσκουν κλειδωμένα
ξέρουν πού είναι το κλειδί
κι ανοίγουν
και μένουν
κι απολαμβάνουν φιλοξενία
και μιλούν με τη φωτογραφία μας
αφήνουν φιλιά στο τζάμι
αγκαλιές στο άδειο παλτό
ένα κουτί γλυκά στο τραπέζι
και κάτι νομίσματα εμπιστοσύνης
στο αναποδογυρισμένο καπέλο της Φυγής μας...
Κι όταν φεύγουν
κλειδώνουν διπλά
και παίρνουν μαζί τους το κλειδί
ώστε οι ξένοι που έρχονται από τις λεωφόρους
να μην καταφέρουν να ξεκλειδώσουν
αυτό το σπίτι
που λέγεται Εαυτός.....


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

... Control ...


Ένα αόρατο χέρι βιδώνει στο τσάκρα του μετώπου τον κοχλία που σταθεροποιεί τη σκέψη. Έπειτα περνά από αυτί σε αυτί έναν άξονα ισορροπίας και δένονται οι ιμάντες με τον κοχλία στο δόξα πατρί.

Το ασάλευτο πειραματόζωο ψιθυρίζει παιδικά τραγουδάκια και ζητά το χέρι της μαμάς. Του δίνουν ένα χέρι να κρατά. Η θερμοκρασία δεν είναι αυτή της μητρότητας. Το πιάνουν τα κλάματα. Κάποιος πατά το play. Στο ηχείο ακούγεται νανούρισμα κι επικρατεί εκείνη η άρρωστη ηρεμία πριν το έγκλημα.

Μ' επισκληρίδιο στην σπονδυλική στήλη του Νου, τελείται η τεχνητή γονιμοποίηση. Φυτεύονται ελεγχόμενες σταθερές όλων των πιθανών προβλημάτων. Προβλέψιμος ο κάθε άγνωστος x,y,z κι όλοι οι συνδυασμοί τους.

-Σκέψου κάτι, η πρώτη διαταγή.
-Όλα είναι δρόμος, είπε.
-Αφήστε τον ελεύθερο. Όλοι οι δρόμοι είναι υπό παρακολούθηση.





Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Αυτοδίδακτη σε όλα...


Το πτώμα της βρέθηκε το πρωί. Αντί για κλειδί επιστροφής στο δωμάτιο, είχε στο χέρι ένα δοξάρι σε σχήμα ευθείας ράβδου που κρατούσε τεντωμένες τις τρίχες από κάθε ατύχημα Ζωής, όπου γλίτωσε παρά τρίχα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Μέσα στο στόμα της βρέθηκαν αμάσητες νότες, μ' ένα πράσινο χρώμα μέντας να ευωδιάζει το νεκρικό της χαμόγελο. Στα νύχια της κομμάτια φρεσκοβαμμένου σφενδάμου. Είχε πρόσφατα αγοράσει το βιολί. Αυτοδίδακτη σε όλα. Μα την καλύτερη μουσική την έπαιζε με τον καρπό της. Το έγχορδο με τις φλέβες. Ερωτοτροπούσε με τις γαλάζιες αποχρώσεις τους, καθώς αυξομείωνε την ταχύτητα ροής στο κόκκινο υγρό, τοποθετώντας τον Εαυτό της στο κέντρο νοητικών σεναρίων ακραίων επινοήσεων.

Οι συνθέσεις της είχαν γεύση κι άρωμα. Τον ήχο τον αφουγκραζόταν μόνο αυτή, από μέσα της. Μα όποιος την κοιτούσε στη σύνθεση επάνω, μύριζε τον ιδρώτα της και την ηδονή που γέμιζε σταγόνες το στόμα της, τα μάτια και την ήβη της. Μπορούσες να μασήσεις τον αέρα που την ακουμπούσε και να γευτείς τη σάρκα της που σιγόβραζε στους υδρατμούς μιας αυτανάφλεξης. Όμως, ποτέ δεν επέτρεπε επισκέπτες. Το δωμάτιό της κλειδωμένο, απρόσιτο, δίχως θέα από έξω, με fume τζάμια, εκείνη να βλέπει,  μα οι έξω όχι. Και ο Εαυτός της το ίδιο. Fume αύρα, με ιδιότητες καθρέφτη. Διαθλούσε το είδωλο εκείνου που καθόταν απέναντί της. Εκείνη έβλεπε προς τα έξω, ο άλλος μόνο μία αντανάκλαση προσαρμοσμένη στο σχήμα του.

Εκείνο το βράδυ έβγαλε από τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα ράφια της όλα τα ξεχασμένα της κομμάτια. Ένα γράμμα στον εαυτό της από τότε που ήταν 15. Ό,τι μισοτελειωμένο είχε τοποθετήσει διπλωμένο σε στάση αναμονής, για ολοκλήρωση. Κάποια αναμνηστικά από μικρές εξορμήσεις και μεγάλες εξομολογήσεις. Φωτογραφίες από στοιχειωμένες συναντήσεις, όπου αυτή παρίστανε το φάντασμα που δεν δένει με τον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο σε μία τα μάτια της είχαν κόρη πανσέληνη και λαμπύριζαν γατίσια μέσα στο σκοτάδι. Σε κείνη που δεν πρόλαβε να πάρει αναμνηστική πόζα και την έπιασε ο φακός σε στιγμή οργασμικής εξιστόρησης τρελών προσδοκιών ζωής. Απέναντί της ένας Μαέστρος  που συστήθηκε ξυλουργός. Ήξερε από ξύλα, δεν ήξερε από νότες. Τάχα. Παρθένο έδαφος μουσικής εμπειρίας, κι Εκείνη απλώθηκε. Ο Μαέστρος δεν τη διέκοψε ούτε μία φορά, ακόμη κι αν όσα έλεγε δεν είχαν καμία βάση ή θεμελίωση πάνω στη θεωρία της Αρμονίας. Εκείνη ύφαινε δικές της Αρμονίες, Αρμονικές, δικούς της Αρμούς και ένωνε τα πλακάκια των επινοήσεων απλώνοντας το χέρι στον ξυλοκόπο-Μαέστρο να τη συνοδεύσει ως το δωμάτιό της. Δέχθηκε.

Του έκλεισε τα μάτια. Φοβήθηκε μήπως απομνημονεύσει τη διαδρομή και την επισκεφτεί κάποιο ξεχασμένο απόγευμα. Δεν ήθελε επισκέπτες στο χώρο της. Άνοιγε μόνο όταν ένιωθε αυτή ανάγκη για επαφή και μόνο όταν αυτή η ανάγκη συγχρονιζόταν με μία παρουσία που μπορούσε να δοκιμάσει το λικέρ της και να μαντέψει σωστά την προέλευσή του.

Σέρβιρε λικέρ. Δεν είπε τίποτε σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. Έβγαλε από τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τα ράφια της όλα τα ξεχασμένα, συλλεκτικά κομμάτια της. Πληγές στα γόνατα, μία πλεξούδα απ' τις παιδικές της τούφες, κηλίδες αίματος στο εφηβικό εσώρουχο, μπαλώματα στο δέρμα μετά τις ανύπαρκτες γέννες της, παλιά ράμματα από ένα ενδεχόμενο μαστεκτομής, μία ουλή αυτοτιμωρίας, ένα σημάδι κακοποίησης, ένα χαμόγελο γκρεμισμένο από τη σοφίτα, μία λούτρινη αγκαλιά, φωτογραφίες από στοιχειωμένες συναντήσεις, όπου αυτή παρίστανε το φάντασμα που δεν δένει με τον περιβάλλοντα χώρο.

Ο Μαέστρος της δίνει τη φωτογραφία που εν αγνοία της βγήκε σήμερα. Την προσθέτει στο λεύκωμα. Απλώνει τις σελίδες του να ξεφυλλίζονται με ταχύτητα play back. Μέσα στο δωμάτιο ξεπηδά από όλες τις εποχές της Ζωής της. Αυτή. Η ίδια σε όλες τις εκδόσεις του Εαυτού της. Δεν είναι Αυτή. Είναι πολλές.

Σκαρφαλώνει στο δέντρο. Ματώνει τα γόνατα.

Με το ψαλίδι ακρωτηριάζει τα μακριά μαλλιά της, μην σκαρφαλώσουν απ' το μπαλκόνι οι καλικάντζαροι στο δωμάτιο.

Κρύβεται στις κουβέρτες. Στην πρώτη της αιμορραγία. Γίνεται Γυναίκα.

Σπάνε τα νερά, ξεκινούν οι ωδίνες, κατεβαίνουν τα μωρά, μία κόρη κι ένας γιος. Κι ο ιδανικός άντρας να μην φτάνει ποτέ. Αυτή όμως φέρει όλα τα συμπτώματα εγκυμοσύνης, γέννας και αναθρέφει τα παιδιά της, σαν Ελεύθερους Εαυτούς της που κόβουν καθημερινά τον ομφάλιο λώρο. Μπαλώνει τις ρωγμές της.

Νοσεί. Κινδυνεύει. Απειλείται η ίδια, η Ζωή της, η Θηλυκότητά της. Το νυστέρι την επισκέπτεται κάθε βράδυ και την προετοιμάζουν για το χειρουργείο. Ολική νάρκωση, μα αυτή τα νιώθει και τα βλέπει όλα. Κανένα ναρκωτικό δεν την πιάνει. Μόνο η μουσική την ταξιδεύει πέρα από το σύνορο. Κλείνει τα μάτια. Παίζει μουσική και χορεύει ξαπλωμένη στο χειρουργικό κρεβάτι. Γλιτώνει το στήθος, χάνει τη φωνή της. Καλύτερο για μία Γυναίκα, ασυζητητί.

Περνά το σοκ. Διδάσκεται τη διάλεκτο της σιωπής και τις νέες νότες. Συνθέτει. Στα πρώτα στάδια βιάζεται να προλάβει όσα μαθήματα ζωής είχε χάσει. Είναι αυστηρή. Κάθε λάθος και μία αυτοτιμωρία. Μαστίγωμα με τις άγριες ουρές του Ρ που δεν μπορεί πια ν' ακουστεί. Λυσσασμένο ορμά πάνω της και εκδικείται για όλες τις γάργαρες σιωπές των βουβών ανθρώπων. Σφίγγει τα χείλη. Ματώνει ξανά, μα ξέρει ν' αντέχει στις αιμορραγίες.

Στις ηρεμίες  που ακολουθούν μετά τους κυκλοθυμικούς χορούς της, το σημάδι από την κακοποίηση του Κόσμου την φαγουρίζει αργόσυρτα, βασανιστικά. Του απλώνει καντούρι, δεν χάνεται. Στόμα έγινε και σχεδόν γελά.  Σπρώχνει τα παιδικά της χαμόγελα από τη σοφίτα. Τρέχει εκείνη να προλάβει να τα μαζέψει ετοιμοθάνατα και να τ' αναστήσει  με μουσικές. Τα κλείνει σε μία λούτρινη αγκαλιά. Χωρίς λόγια, χωρίς φωνή, με τρυφερά φωνήεντα μητρικής Δύναμης. Μητέρα αυτή του παιδικού Εαυτού της.

Ο Μαέστρος ακούει όσα του διηγείται, δίχως φωνή. Της δείχνει τη φωτογραφία που εν αγνοία της βγήκε σήμερα. Το λικέρ τελείωσε. Του δείχνει την πόρτα.
- Ρόδι, της είπε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Μάντεψε σωστά.

Του δένει τα μάτια. Του ρίχνει στην τσέπη το κλειδί της. Αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη. Τον συνοδεύει ως το σταυροδρόμι, όπου συναντήθηκαν οι Ζωές τους. Επιστρέφει μόνη. Αντί για κλειδί επιστροφής στο δωμάτιο, έχει στο χέρι ένα δοξάρι σε σχήμα ευθείας ράβδου που κρατά τεντωμένες τις τρίχες από κάθε ατύχημα Ζωής, όπου γλίτωσε παρά τρίχα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε. Ίσως δεν ήταν ατύχημα. Ίσως απλά αποφάσισε να μετακομίσει. Πολύ καιρό είχε μείνει σ' αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Σ' αυτόν τον σκοτεινό Εαυτό. Δίψασε για Φως. Τον ακολούθησε...

Ο φωτογράφος που τράβηξε τις φωτογραφίες του πρώτου νεκρού Εαυτού της, ο ίδιος που τη φωτογράφισε εν αγνοία της. Πάλι εν αγνοία της φωτογραφίζεται, με αιτία θανάτου τα υψηλά decibel μιας Προσδοκίας, που δεν χώρεσαν στις φλέβες της...μα πρόλαβε το κλειδί της να το χαρίσει...