Το πιο δυνατό κρασί, είναι αυτό που φτιάχνεις με Υπέρβαση Εαυτού. Μία φορά αν μεθύσει ο Νους, δεν επιστρέφει η Ύπαρξη στις νηφαλιότητες.
Κάθε παραμύθι η ιδιωτική Αλήθεια του καθενός.

Ο Νους που επινόησε μία Ιδέα, ποτέ δεν επιστρέφει στις προηγούμενες διαστάσεις του.
Η ευθύνη..
~Η ευθύνη~
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Για ό,τι γράφεται σ'αυτό το χώρο δεν ευθύνεται το χέρι που γράφει.
Ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το Κίνητρο, που αδράχνεται μέσα από το σωρό του Μεγάλου Τίποτε,
από το ... χέρι που γράφει.
Τρίτη 25 Μαρτίου 2014
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014
Συνεργός...
Σ' έχω παρακολουθήσει
νύχτες τώρα.
Την ώρα που βαθαίνει ο ύπνος
εσύ ξυπνάς.
Σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι του θανάτου
παραμερίζεις τα άρρωστα σεντόνια του πυρετού
κατεβαίνεις τις σκάλες ως την Παράνοια
διασχίζεις το διάδρομο ως την εξώπορτα της Ζωής.
Στην αυλή του πιο σκοτεινού Φόβου
Στην αυλή του πιο σκοτεινού Φόβου
στρίβεις εκ δεξιών του Εαυτού σου.
Δεν κοιτάς πίσω ή γύρω.
Δεν κοιτάς πίσω ή γύρω.
Δε σε νοιάζει που παρακολουθώ.
Φτάνεις μπροστά στο σπίτι του σκύλου.
Σε περιμένει.
Σε περιμένει.
Σκύβεις και σκάβετε μαζί.
Αυτός στο χώμα.
Εσύ μέσα σου.
Αδειάζεις.
Τα μπάζα σου ρίχνεις
στη λακκούβα, στη γη,
και σφίγγει λουρί στο λαιμό σου
ο λυγμός.
Ο σκύλος σού γλείφει απ' τα δάχτυλα
το αίμα και την απόγνωση.
Αυτός στο χώμα.
Εσύ μέσα σου.
Αδειάζεις.
Τα μπάζα σου ρίχνεις
στη λακκούβα, στη γη,
και σφίγγει λουρί στο λαιμό σου
ο λυγμός.
Ο σκύλος σού γλείφει απ' τα δάχτυλα
το αίμα και την απόγνωση.
Τραβά με τα δόντια το λουρί σου,
σε λευτερώνει απ' τα δεσμά.
Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό.
Ξαπλώνεις στην αγκαλιά του
και κλαις.
Όλη νύχτα κλαις.
Όλη νύχτα πλησιάζω.
Ποτέ δε φτάνω.
Ποτέ δε φτάνω.
Ποτέ δε φτάνω στην Αγκαλιά.
Όταν επιστρέφεις
ξαπλώνεις δίπλα μου.
Βεβαιώνεσαι πως κοιμάμαι,
χαϊδεύεις το λαιμό μου
και σκύβεις στο αυτί μου ψιθυρίζοντας:
"Αύριο θα πάρουμε ακόμη ένα σκύλο.
"Αύριο θα πάρουμε ακόμη ένα σκύλο.
Θηλυκό."
Κυριακή 16 Μαρτίου 2014
~Θέα προς το Αθέατο~
Κέντρο και πάλι.
Πλάτη με πλάτη
ο Εαυτός με το Είδωλό του.
Αυτοπροστασία.
Με ένα αιχμηρό ερωτηματικό
μας απειλούν ακόμη οι Δασκάλες.
Συμμαχώ με όλους τους χρόνους μου
κι αντιμετωπίζω την Γραμματική τους.
Κάθε τελεία, σφαίρα.
Διάτρητη σωριάζομαι καταγής
στη σελίδα μιας Βιογραφίας
που δε με χωρά ανορθόγραφη,
ως επιμένω.
Κι άτονη.
Σε απεργία πείνας η Φωνή
μέχρι να επιστρέψουν δασείες και περισπωμένες.
Και ως να κερδηθεί ο πόλεμος
μένω μπρος στο στενό παράθυρο του νοήματος,
όπου πολλοί κοιτούν
και λίγοι βλέπουν.
Θέα προς το Αθέατο
που δε διακρίνεται
από μάτια που διαβάζουν με κανόνες.
Πλάτη με πλάτη
ο Εαυτός με το Είδωλό του.
Αυτοπροστασία.
Με ένα αιχμηρό ερωτηματικό
μας απειλούν ακόμη οι Δασκάλες.
Συμμαχώ με όλους τους χρόνους μου
κι αντιμετωπίζω την Γραμματική τους.
Κάθε τελεία, σφαίρα.
Διάτρητη σωριάζομαι καταγής
στη σελίδα μιας Βιογραφίας
που δε με χωρά ανορθόγραφη,
ως επιμένω.
Κι άτονη.
Σε απεργία πείνας η Φωνή
μέχρι να επιστρέψουν δασείες και περισπωμένες.
Και ως να κερδηθεί ο πόλεμος
μένω μπρος στο στενό παράθυρο του νοήματος,
όπου πολλοί κοιτούν
και λίγοι βλέπουν.
Θέα προς το Αθέατο
που δε διακρίνεται
από μάτια που διαβάζουν με κανόνες.
Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014
Rose and Snake
Το χέρι απλώνεται
{και ο Νους επίσης}
και προσφέρει
τριαντάφυλλα.
Η προέκταση του μίσχου
είναι Φίδι.
Ο κάθε νευρώνας του Νου
είναι Φίδι.
Εκείνος που εξοικειώνεται
είναι επικίνδυνος.
Τέτοια λουλούδια δεν τα τοποθετείς στο βάζο.
Ακονίζεις στ' αγκάθια τους τη γλώσσα σου
και τα καρφώνεις στη φλέβα
να κοκκινίσουν τα πέταλα απ' τις ταχυπαλμίες.
Η προέκταση του μίσχου
είναι Φίδι.
Ο κάθε νευρώνας του Νου
είναι Φίδι.
Εκείνος που εξοικειώνεται
είναι επικίνδυνος.
Τέτοια λουλούδια δεν τα τοποθετείς στο βάζο.
Ακονίζεις στ' αγκάθια τους τη γλώσσα σου
και τα καρφώνεις στη φλέβα
να κοκκινίσουν τα πέταλα απ' τις ταχυπαλμίες.
Κι όταν χρειαστεί να προσφέρεις Κήπους
προσφέρεις πλέον τον Εαυτό σου.
Δηλητηριώδη και Κατακόκκινο...
Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014
Μονοπώλιο...
Στον ύπνο σου μέσα
σου φορώ χειροπέδες
σου κλείνω το στόμα
σε φυλακίζω στο Παρόν
σε φυλακίζω στο Παρόν
και κλειδώνω το χρόνο
έξω από το δωμάτιο.
Σέρνω τη σκέψη σου
στο πιο σκοτεινό μου υπόγειο.
Το κορμί σου δένω
στο πιο ψηλό μου κατάρτι.
Ούτε όρνια, ούτε σειρήνες.
Μόνο Εγώ.
Απ' όλες τις μεριές.
Σε γυροφέρνω
Σε μυρίζω
Σε χορεύω
Σε δραματοποιώ.
Κοιμάσαι με προσποίηση.
Σε μονοπωλώ με διαστροφή.
Ανάβω κεριά.
Ανάβω κεριά.
Σκάβω δρόμους πυρασφάλειας.
Δε θα σε πλησιάσει κανείς.
Σου βάζω φωτιά.
Με καις.
Σου ρίχνω νερό.
Με πνίγεις.
Δε θα σε πλησιάσει κανείς.
Σου βάζω φωτιά.
Με καις.
Σου ρίχνω νερό.
Με πνίγεις.
Κλειδώνω το αμπάρι
μην ξεχυθούν οι ωκεανοί στο δρόμο
μην οι φωτιές εξημερωθούν
μην τα σώματα πέσουν
σε χέρια σωτήρων.
Εδώ θα μείνεις.
Να ψηλώνεις, όσο ανεβαίνει η στάθμη.
Να πυρακτώνεσαι, όσο καίει η φωτιά.
μην οι φωτιές εξημερωθούν
μην τα σώματα πέσουν
σε χέρια σωτήρων.
Εδώ θα μείνεις.
Να ψηλώνεις, όσο ανεβαίνει η στάθμη.
Να πυρακτώνεσαι, όσο καίει η φωτιά.
Να προσποιείσαι, όσο γράφεται το σενάριο.
Να ξέρω πως δε θα σ' αγγίξει κανείς.
Σάββατο 1 Μαρτίου 2014
Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος, μου λένε.
Τα βράδια ο μπόγιας
μαζεύει τις αδέσποτες φωνές σ' ένα ενυδρείο δακρύων. Τις βουτάει στην άλμη και
φιμώνει με το κάψιμο τους λαιμούς των άναρχων τραγουδιών. Διασφαλίζει κοινή
ησυχία. Τα παιδιά γουρλώνουν τα μάτια σαν στόματα. Λες και οι κόρες των ματιών
ζωντανεύουν και συνεχίζουν το έργο των πνιγμένων φωνηέντων. Σε κοιτώ με
φωνήεντα. Δεν είναι πως μιλώ. Μουρμουρίζω σαν γάτα που κλαίει παράπονα του
κόσμου. Κλαίω και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Δεν υπάρχει αυτός ο δρόμος,
μου λένε. Βγαίνω από τη σελίδα της βιογραφίας μου και βαδίζω πίσω. Επιστρέφω.
Γυρίζω. Μηδενίζω το ταξίδι.
Σιχάθηκα τις λεωφόρους.
Αχόρταγα στόματα που καταπίνουν πολυκοσμίες. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Στο
χωριό. Στην μήτρα της μάνας μου. Δεν έχει χειρόφρενο ο εαυτός, ούτε όπισθεν.
Γύρισα πλάτη. Σφυρίζουν τ' αυτιά μου, οι σειρήνες, ο ιμάντας του αυτοκινήτου
που παράτησα - στην εγκατάλειψη και τ' άψυχα αποκτούν ψυχή και παράπονα. Δε
συγκινούμαι. Αυτό με τρομάζει περισσότερο. Δε συγκινούμαι. Κοιτάζω διαγώνια τον
τροχονόμο και προσπερνώ το σήμα του, τον κόμβο εξόδου της παράκαμψης, το σημείο
γέννας και θανάτου και συνεχίζω.
Μου κολλά την κλήση
στην πλάτη, όπως τόσα χρόνια μου κολλούσαν στην πλάτη επικροτήσεις οι κόλακες.
Τα πλήρωσα όλα. Κλήσεις και επικροτήσεις. Οι δεύτερες κροτίδες, σκάγαν ως
προειδοποιήσεις σαν έφτανε η προθεσμία πληρωμής τους. Τα πλήρωσα όλα με
νομίσματα φωνηέντων. Εκείνα τ' ακριβά, που στο νομισματοκοπείο της ψυχής
μετρούν διπλάσια από το βάρος τους, ζυγισμένο στις παλάμες της μοναξιάς. Αυτή
τη φορά σκίζω το πρόστιμο. Θα ‘χουν να λαμβάνουν. Συνεχίζω.
Από το παράθυρο της επιστροφής
μου βλέπω πρόσωπα άχρωμα εγκλωβισμένα, δυστυχή. Απεχθάνομαι το μποτιλιάρισμα.
Φάτσες οδηγών αποκρουστικής αποσύνθεσης. Μυρίζει ψοφίμι. Μυρίζει νεκροταφείο.
Ανάβω το καντήλι στο εκκλησάκι στο πλάι του δρόμου. Κατεβαίνουν κάποιοι άγγελοι
από τον παράδεισο. Στρώνουν τραπέζι. Κάθομαι ξελιγωμένη από το βουβό κλάμα και
τον αποπροσανατολισμό. Μου δίνουν κατάλογο να διαλέξω. Όλα σε τιμές χαμένων
ονείρων. Δύσκολο μενού. Ορεκτικό ενθουσιασμού, τιμή δύο ονείρων η αυτοκτονία.
Κυρίως πιάτο καταξίωσης, τιμή πέντε παιδικών ονείρων η θυσία. Δεν πεινώ πια.
Θέλω να εξαργυρώσω τα όνειρα. Οι άγγελοι αρνούνται. Δεν έχεις δικαίωμα
αναίρεσης. Δεν είναι computer-game η Ζωή. Δεν πιστεύω σε οπτασίες, είπα, και τ'
όραμα χάθηκε αυτοστιγμεί. Η λεωφόρος όχι. Το μποτιλιάρισμα όχι. Η απόγνωση όχι.
Μόνο το όραμα. Συνεχίζω.
Επιβραδύνω ως την
ακινησία. Ακίνητη και πεινασμένη. Βουβή μπρος στα τζάμια των σταματημένων στο
φανάρι αυτοκινήτων. Σταματώ τη Ζωή μου. Τα χέρια ξέρουν να υπηρετούν τον
ζητιάνο εαυτό. Απλώνονται. Επαιτούν. Τα κόβω. Απλώνονται λυτρωτικά τα μανίκια
μου. Οι οδηγοί συγκινούνται αδιάφορα. Μου δίνουν κέρματα. Ζητώ σύμφωνα για τα
φωνήεντά μου. Μου δίνουν κέρματα και αδιαφορία. Σωριάζομαι στο πλάι. Στρέφονται
κάποια κεφάλια προς παρατήρηση. Ανάβει πράσινο. Πρώτη. Γκάζι. Επιτάχυνση.
Συνεχίζουν.
Τρέχουν στις λεωφόρους οι ανθρώποι, τ' αμάξια τους, υδρογόΝου πια, τα ωράριά τους, τα σπερματοζωάρια της αναπαραγωγής, τα χρόνια, οι ζωές. Βγάζω ρίζες έτσι ξεχασμένη. Ρουφώ νερό από το χώμα. Συνέρχομαι. Συνεχίζω.
Τρέχουν στις λεωφόρους οι ανθρώποι, τ' αμάξια τους, υδρογόΝου πια, τα ωράριά τους, τα σπερματοζωάρια της αναπαραγωγής, τα χρόνια, οι ζωές. Βγάζω ρίζες έτσι ξεχασμένη. Ρουφώ νερό από το χώμα. Συνέρχομαι. Συνεχίζω.
Ανταμώνω τον παιδικό
μου εαυτό. Με πιάνω από το χέρι στην διασταύρωση Αλήθειας και Παραίσθησης. Τι κρύο
χεράκι! Αυτό το πιτσιρίκι πεινά πιο πολύ από μένα. Το παιδί πρέπει να κλάψει
για να το ταΐσει η μάνα. Ακούγεται ένα κλάμα βουβό, μα δεν ξέρω αν είμαι
το παιδί που κλαίει ή η μάνα που πρέπει να το ταΐσει. Με παίρνω αγκαλιά.
Συνεχίζω…
Δεν υπάρχει αυτός ο
δρόμος, μου λένε.
Επιβραδύνω ως την
ακινησία και περπατώ με τα μάτια ως το τέλος του δρόμου που τέλος δεν έχει…
Δεν υπάρχω ούτε εγώ, απαντώ…
Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014
Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014
...Club...
Η Φωτογραφία εκλάπη από εδώ:
http://www.walltowatch.com/view/32332/Surreal+Portraits
Η ανεξαρτησία σου μίας σφραγίδας η κοροϊδία.
Join the Club.
Πρέπει κάπου να ανήκεις
να 'χεις τους υποστηριχτές σου
να μετράς ως μονάδα που αθροίζεται
να κάνεις παρέα με Άσσους
να ενισχύεις τα μηδενικά σου.
Μετράς, Φίλε μου.
Μετράς.
1.000.000
και δύο και τρία.
Απλώνεις χαρτονομίσματα εαυτού στο χαλί
Μετράς.
1.000.000
και δύο και τρία.
Απλώνεις χαρτονομίσματα εαυτού στο χαλί
στις σκάλες πολυώροφης νύχτας
ως το ρετιρέ της έρπουσας αναρρίχησης
και των σχέσεων υψηλής ραπτικής.
Όλα τα κουστούμια στα μέτρα σου.
Αγκαλιές κι αλληλεγγύη εσωστρέφειας
δωρεάν ποτό για τα μέλη
παροχές όλων των απολαύσεων
εντός ειδικού τιμοκαταλόγου.
Σφράγισαν την κάρτα μέλους σου
με σάλιο και οινόπνευμα.
Καναπές συνεντεύξεων.
Καθίστε.
Πείτε μας για σας.
Στην πρώτη ανάσα σε κόβουν.
Στην πρώτη ανάσα σε κόβουν.
Φτάνει!... πολλά είπατε.
Μιας κι έμεινε το στόμα σου ανοιχτό
δοκιμάζεις άνευ δικαιώματος άρνησης
δοκιμάζεις άνευ δικαιώματος άρνησης
καναπεδάκι με σως σεβασμού ιεραρχίας.
Πεινάς για περιποίηση.
Τρως το παραμύθι
γλείφεις και το χέρι που σερβίρει.
Αυτόν που σε ταΐζει να τον φοβάσαι, έλεγε η γιαγιά.
Μα για να υψωθείς κατακόρυφα
έκοψες τις ρίζες σου.
Τα ορφανά μαζεύονται στο Club
υιοθετούνται από μαγείρους
μαθαίνουν να σερβίρουν και να σερβίρονται.
Σ' αυτό το στέκι
το νοστιμότερο Club Sandwich
είσαι Εσύ.
Φιλετάκι με σφραγίδα προέλευσης
που ανανεώνει την κάρτα μέλους
με όρκους καλής συνεργασίας
με τον Chef.
Μπήκες στο Club, Φίλε μου.
Ζυγίζεσαι και μετράς.
Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014
Μετακόμιση
Έχω καιρό ν' απομακρυνθώ
από αυτό το νοίκι,
από αυτό τον δρόμο.
Παραγνωρίστηκα με τους γείτονες
και τ' αδέσποτα της πόλης.
Ενταφιάστηκα στα υπόγεια καφέ
και στην νεκρή αγορά.
Στοιχειώθηκα απ' τους νεκρούς της
και κυνηγήθηκα από τους εθνικούς της ήρωες.
Ο λαχειοπώλης με ξέρει με το μικρό μου,
δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά
κι όλο μού πουλά χάρτινη τύχη,
από χέρι καμμένη.
Διασχίζω τα στενά τυφλή
και θυμάμαι την κάθε λακκούβα
την κάθε ρωγμή.
Δεν πέφτω.
Θέ μου, δεν πέφτω!
Μια επίπεδη πολιτεία αυτή η πατρίδα.
Επίπεδη και βασανιστικά ίδια.
Κλέβω χαρτοκούτια απ' το μεταναστευτικό πολυκατάστημα.
Τα γεμίζω σερβίτσια και σκεπάσματα,
βιβλία κι εξιστορήσεις,
μοναξιές και προσποιήσεις.
Φορτώνω το άρμα μου τ' αποκριάτικο
και κάνω παρέλαση τη Ζωή μου
μπρος στα μάτια σας.
Απομακρύνομαι με τη φωνή στη διαπασών
αφήνοντάς σας ενθύμιο το άδειο σώμα μου
που πάντα ήξερε να παίζει καλά το σωματοφύλακα
στις ευαισθησίες και στις μοναξιές μου...
Κατευθύνομαι σε ναρκοπέδια απαγορευμένης περιοχής
Εαυτού
και ξέρω πως σε ένα λεπτό θα μ' έχετε κιόλας ξεχάσει
κρεμώντας στο σπίτι και στο σώμα μου
ένα φρέσκο Ενοικιάζεται.
από αυτό το νοίκι,
από αυτό τον δρόμο.
Παραγνωρίστηκα με τους γείτονες
και τ' αδέσποτα της πόλης.
Ενταφιάστηκα στα υπόγεια καφέ
και στην νεκρή αγορά.
Στοιχειώθηκα απ' τους νεκρούς της
και κυνηγήθηκα από τους εθνικούς της ήρωες.
Ο λαχειοπώλης με ξέρει με το μικρό μου,
δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά
κι όλο μού πουλά χάρτινη τύχη,
από χέρι καμμένη.
Διασχίζω τα στενά τυφλή
και θυμάμαι την κάθε λακκούβα
την κάθε ρωγμή.
Δεν πέφτω.
Θέ μου, δεν πέφτω!
Μια επίπεδη πολιτεία αυτή η πατρίδα.
Επίπεδη και βασανιστικά ίδια.
Κλέβω χαρτοκούτια απ' το μεταναστευτικό πολυκατάστημα.
Τα γεμίζω σερβίτσια και σκεπάσματα,
βιβλία κι εξιστορήσεις,
μοναξιές και προσποιήσεις.
Φορτώνω το άρμα μου τ' αποκριάτικο
και κάνω παρέλαση τη Ζωή μου
μπρος στα μάτια σας.
Απομακρύνομαι με τη φωνή στη διαπασών
αφήνοντάς σας ενθύμιο το άδειο σώμα μου
που πάντα ήξερε να παίζει καλά το σωματοφύλακα
στις ευαισθησίες και στις μοναξιές μου...
Κατευθύνομαι σε ναρκοπέδια απαγορευμένης περιοχής
Εαυτού
και ξέρω πως σε ένα λεπτό θα μ' έχετε κιόλας ξεχάσει
κρεμώντας στο σπίτι και στο σώμα μου
ένα φρέσκο Ενοικιάζεται.
Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014
Μελλοθάνατη
Δεν υπήρχε το δωμάτιο
ούτε το σώμα μου
ούτε το κτίριο
ούτε η πλατεία
ένα κρεβάτι μόνο
σανίδα σωτηρίας
σ' ένα ωκεάνιο ναυάγιο Εαυτού
και δεν είχα φωνή για βοήθεια
ούτε ανάσα
ούτε χρόνο
ούτε δεύτερη ευκαιρία
έναν θάνατο μόνο
σανίδα σωτηρίας
σε μία αυτοκτονική πραγματικότητα
και δεν σκέφτηκα
δεν αργοπόρησα
έναν θάνατο μόνο
σανίδα σωτηρίας
σε μία αυτοκτονική πραγματικότητα
και δεν σκέφτηκα
δεν αργοπόρησα
δεν μετάνιωσα
δεν πόνεσα καθόλου.
δεν πόνεσα καθόλου.
Ξήλωνα το δέρμα μου
για να σε ντύσω
κι έμενα με φλέβες γυμνές
εκτεθειμένη στη ζέστη μιας αγκαλιάς
που εξάτμιζε τον ενεστώτα μου
κι ολόκληρη γινόμουν
το παρελθόν μιας νύχτας
που μελλοθάνατη
έριχνε άγκυρα στα μάτια σου.
Δεν υπήρξα ποτέ
-έτσι-
Κι αν κάτι τάραξε τα νερά της Ανυπαρξίας μου
ήταν η Επιθυμία μου να σε χωρέσω
στα Ποιήματα
που γεννούν τους αυριανούς Εαυτούς μου
με τους οποίους θα ρθω ξανά
να σου συστηθώ από την Αρχή
μία αμετανόητα μελλοθάνατη
που ρίχνει ναυάγια στα μάτια σου...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)